Το παραμύθι της βροχής

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Ήτανε 25 Αυγούστου στα 1898…



Της Ελένης Μπετεινάκη*

Ruga Maistra  τον είχαν βαφτίσει οι Ενετοί σαν έκαναν την πόλη μας, δική τους, κάποτε.Kι ύστερα την λέγανε Βεζίρ Τσαρσί  οι  Οθωμανοί. Ο δρόμος της θάλασσας ή μήπως του Βορειοδυτικού Ανέμου, σίγουρα είναι ο  αρχαιότερος του Μεγαλόκαστρου. Κι είναι για  μας ο πιο αγαπημένος, ο πιο πολυσύχναστος , ο πιο πληγωμένος από οβίδες, τουφέκια και σπαθιά. Ο πιο πολύ βαμμένος κόκκινος από το αίμα ανθρώπων που δεν έφταιξαν, από τη μανία άγριων, ο πιο πλανεμένος, ο πιο όμορφος και ο πιο ιστορικός. Αντιθέσεις συναισθημάτων, αντιθέσεις εικόνων. Ομορφιά κι ασχήμια δεμένη με πράσινα δίκτυα, με ερείπια που ψυχορραγούν, με τουριστικά μαγαζιά και κτίρια που δίνουν άλλο κύρος, άλλη φινέτσα. Είναι ο δρόμος της 25ης Αυγούστου, όπως τον λέμε σήμερα που ΄χει καμάρι του ξεχωριστό την Εκκλησιά του Αγίου Τίτου και την Λέσχη Των Ευγενών του Χάνδακα ή Λότζια  και Δημαρχείο της πόλης. Και σήμερα έχει διπλή επέτειο και …γιορτή. Γιορτάζει ο Απόστολος Τίτος κι η εκκλησιά του και είναι χαρά μεγάλη για την πόλη. Σήμερα είναι και μέρα θύμησης  για τότε που σκορπίστηκε ο  όλεθρος, η  καταχνιά και το θανατικό,  σε όλο το μήκος του δρόμου.
25 Αυγούστου 1898 …Μια μαύρη σελίδα στην ιστορία του  τόπου, μια άδικη σφαγή, το κάψιμο, η λεηλασία, η μυρωδιά του θανάτου, το κακό!

Ο Άρχοντας Κούλες απέναντι, στητός κι αγέρωχος, μάρτυρας αιώνιος απίστευτων εικόνων και γεγονότων που όμως η σιωπή της πέτρας, κρατά καλά τα μυστικά και τα ειπωμένα που ποτέ δεν θα φτάσουν σε μας. 

Πύλη του Μόλου, ανύπαρκτη πια και Πλατεία Δεκαοκτώ Άγγλων, στολισμένη με …δελφίνια, για χάρη της θάλασσας της πλανεύτρας  κι όχι της θύμησης, του πόνου, της μοναδικής εκείνης μέρας…
Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι αν υπάρχει κάπου μια γραφή να ενημερώνει τους ξένους ή και τους ντόπιους που πατούν, που βρίσκονται, τι συνέβη πριν 119 χρόνια, ακριβώς εκεί… 

Ξέρω πως ανηφορίζοντας χθες με το ποδήλατο μου  άκουσα μια παρέα Ελλήνων να αναρωτιούνται ποιος να΄ναι  άραγε τούτος ο δρόμος και η απάντηση ενός απ αυτούς με ξάφνιασε. «Οδός Αγίου Τίτου τη λένε γιατί έχει την Εκκλησία πιο πάνω… »

Ώρα μας είναι να ξαναμπούμε στην ιστορία, να θυμηθούμε τα πιο μελανά, τα πιο συγκλονιστικά που έγιναν τότε. Πολλές φορές είναι γραμμένα κι από μένα, όμως πάντα κάτι καινούργιο, κάτι παραπάνω βρίσκει κανείς όταν ψάχνει, όταν δεν ηρεμεί η ψυχή και αναζητά έστω  ψήγματα που συμπληρώνουν το κενό, τον παραλογισμό, τα γεγονότα.

Κι αφού όλα τούτα διαδραματίστηκαν απέναντι από το Κάστρο, στην πολύβουη και άχαρη σήμερα πλατεία των 18 Άγγλων, πήγα κι άφησα το ποδήλατο στην αρχή της 25ης Αυγούστου, δίπλα στη μαρμάρινη μοναδική σκάλα. Κάθισα στο παγκάκι, αγναντεύοντας για χιλιοστή εις τη ν φορά το Φρούριο της Θάλασσας και ρίχνοντας κλέφτες ματιές στον δρόμο της Πλάνης, που ξυπνούσε σιγά σιγά και ζωήρευες από τους βιαστικούς πρωινούς επισκέπτες της πόλης. Άφησα την ψυχή μου να νοιώσει, το μυαλό γύρισε  πίσω στις σελίδες της ιστορίας κι άρχισα πάλι να θυμάμαι….

Καταμεσήμερο ήταν, ημέρα Τρίτη, 25 Αυγούστου στα 1898. Μύριζε η ατμόσφαιρα μπαρούτι απ΄ το ξημέρωμα. Ούτε ένας γλάρος δεν είχε φανεί στο λιμάνι, μια παράξενη θολούρα και ανακατωσούρα σε στεριά και θάλασσα. Κι εκεί γύρω στις 2.00μ.μ.ξεκίνησαν όλα. Μαύρος καπνός, φωνές, μυρωδιά θανάτου στον αέρα. Κουρνιαχτός, κραυγές και  ντουφεκιές. Γιαταγάνια και σπαθιά ακούγονταν να σπάζουν κόκκαλα, να σκίζουν σάρκες   και το κόκκινο χρώμα ήταν εκείνο που επικράτησε σε όλο το δρόμο, σε όλη την περιοχή. Κόκκινα τα φέσια , κόκκινο και το αίμα που έτρεχε πια σαν ποτάμι κανονικό. Μαύρα φέσια μαύρη κι η μέρα που έμοιαζε να ‘ κρυβε τον ήλιο, ήταν σαν να ΄χωνε τα μάτια του κι αυτός να μη θωρεί, να μη φωτίζει την απανθρωπιά, το σπαραγμό, την αλλοφροσύνη…
Μια φρίκη συνέβη εκείνο το απομεσήμερο. Λίγο να κλείσεις τα μάτια έρχονται μπροστά σου εικόνες που κόβουν την ανάσα  και παγώνουν την ψυχή. Σώματα ακέφαλα, ήχοι από χρυσά νομίσματα σε προδότες, φωτιά και μυρωδιά καμένου δέρματος, χαρτιού, μπαρουτιού σε όλο το μήκος ενός δρόμου που σήμερα ξαναζεί μόνο μέσα από βιβλία και ελάχιστες φωτογραφίες  εκείνη την κτηνωδία.

Η ιστορία και τα γεγονότα που συνέβησαν είχαν προηγούμενα κάμποσα. Ήταν εκείνη η απόφαση  που οι ηγέτες της Κρήτης κατ΄ ανάγκη δέχτηκαν, για την αυτονομία της που είχαν προτείνει οι Μεγάλες Δυνάμεις. Κι έγιναν τρεις συνελεύσεις στους Αρμένους στις 26 Ιουνίου 1897, στις Αρχάνες στις 30 Ιουλίου 1897  και στο Μελιδόνι στις 16 Οκτωβρίου 1897 και αποφασίστηκε τούτη η κρίσιμη αυτονομία. Κι η τελευταία συνέλευση στις Πλακούρες των Κουνουπιδιανών τον Ιούλιο του 1898 υπό την Προεδρία του Ιωάννη Σφακιανάκη που είχε σκοπό να εξετάσει το σχέδιο της προσωρινής διοίκησης της Κρήτης έδωσε μια προκήρυξη που ήταν σημαδιακή και πολυσήμαντη. Οι τέσσερις Μεγάλες Δυνάμεις με διοικητές στους Ναυάρχους Μπέττολο για την Ιταλία, Σκρυδλώφ για τη Ρωσία, Ποττιέ για τους Γάλλους και Νοέλ για τους Άγγλους, έφτιαξαν νόμους και κανονισμούς. Και φτάνουμε στην μεγάλη μέρα της 24ης Αυγούστου του 1898 που οι Οθωμανοί καλούνται να παραδώσουν το φορολογικό γραφείο στο Τελωνείο κάτω στο λιμάνι κι έχουν συγκεντρωθεί στην πλατεία των Τριών Καμάρων περί τους 10.000 διαδηλώνοντας την άρνησή τους. Αποφασίζουν να αντισταθούν και έτσι το επόμενο πρωί ο άγγλος συνταγματάρχης Reid δέχεται Πρεσβεία μουσουλμάνων Βέηδων  που παραπονιούνται για τα γενόμενα. Ωστόσο φτάνουν σε συμφωνία οι Οθωμανοί να παραδώσουν το φορολογικό γραφείο της Δεκάτης χωρίς αντιστάσεις και με υποσχέσεις για καμιά ταραχή. Ποιος μπορεί όμως να κρατήσει τον όχλο; Από νωρίς το πρωί άοπλοι Οθωμανοί κατέβαιναν στο λιμάνι. Τα τούρκικα μαγαζιά κλειστά. Παράξενος ο αέρας, ησυχία και υποψία αναταραχής. Κι αφού δεν βρήκαν πουθενά τον διορισθέντα από τους άγγλους Χριστιανό ελεγκτή του Φορολογικού Γραφείου Στυλιανό Αλεξίου, έφυγαν αλλά το κακό παραμόνευε. 


Μια συνάντηση του συνταγματάρχη Reid με τον Πασά στο διοικητήριο του με στόχο να λυθεί το θέμα των κλειδιών και της παράδοσης του Φορολογικού Γραφείου περιγράφει ο Λευτέρης Αλεξίου *στα Νέα Χρονικά, σε αναδημοσίευση των όσων είχε γράψει ο πατέρας του σε συνέντευξη του στην εφ. Σκριπτ:



«- Εγώ, λέει ο Πασάς, δεν έχω διαταγή να το παραδώσω. Πως να κάμω;
-Θα αναγκαστούμε να το ανοίξουμε, σπάζοντάς το!
-Πεκεϊ, εφέντη μου!
Να το σπάσετε, σαν έχετε τέτοια όρεξη!»

Έφυγαν βιαστικά κι ο Reid έδωσε διαταγή στον Στυλιανό Αλεξίου να ανεβούν στο εγγλέζικο στρατόπεδο πέρα στα νοτικά μπεντένια και μαζί με δυο ανώτερους υπαλλήλους τον Γιώργη Βολονάκη και τον Πέτρο Μαριδάκη να πάρουν μια στρατιωτική δύναμη και να πάνε να ανοίξουνε  το Φορολογικό γραφείο γύρω στις 2.30 το μεσημέρι… Δυο διμοιρίες ακόμα από 40 άνδρες με εφ΄ όπλου λόγχη κατέλαβαν την Πύλη του Μόλου για να εμποδίσουν την είσοδο των Άτακτων Τούρκων.
Κι έφτασε εκείνη  η στιγμή λίγο πριν ανοίξουν την πόρτα που ακούστηκε οχλαγωγία μεγάλη. Ο Reid ένοιωσε τον φόβο και το κακό να πλησιάζει. Φώναξε με όλη του τη δύναμη να κλείσουν οι Πύλες, η Πόρτα του Μόλου, όμως οι Τούρκοι Πυλωροί είχαν φύγει και οι φωνές, οι κραυγές καλύτερα των « λυσσασμένων » αγριμιών πάγωσαν το αίμα όλων. Ζητούσαν να σκοτώσουν τους Χριστιανούς Υπαλλήλους με τον Αλεξίου πρώτο πρώτο για να εμποδίσουν την εφαρμογή της Απόφασης των Μεγάλων Δυνάμεων. Εκεί με την υπεράνθρωπη προσπάθεια του ηρωικού λοχαγού Φόλδιγκ αμπάρωσαν την Νοτική Πύλη και γλύτωσαν οι Χριστιανοί Υπάλληλοι… Λίγο μετά ο λοχαγός σφαγιάστηκε. 

Συνεχίζοντας την αφήγησή του ο Λευτέρης  Αλεξίου, στα Νέα Χρονικά , για τον πατέρα του γράφει: 

« …Αποφασίστηκε λοιπόν από κοινού με τον Άγγλο συνταγματάρχη να σπάσουμε τις πόρτες και να μπούμε μέσα. Ήμαστε έτοιμοι να προχωρήσουμε στη διάρρηξη , όταν ξαφνικά ακούσαμε μερικούς πυροβολισμούς κοντά στην Πύλη του τείχους. Φυσικά και ανησυχήσαμε, κι αμέσως εσπεύσαμε όλοι μαζί… Άμα φτάσαμε εκεί ευρήκαμε ένα Τουρκοκρητικό σκοτωμένο. Τον είχανε σκοτώσει οι Άγγλοι στρατιώται. Να τι είχε συμβή: Την ώρα που εμείς επηγαίναμε να καταλάβωμε  το Φορολογικό Γραφείο, ο πολυάριθμος Τουρκικός όχλος είχε μαζευτεί κοντά στην Πύλη και ζητούσε να περάσει από αυτήν… Οι Άγγλοι στρατιώτες , που εφρουρούσαν εκεί τους εμποδίσανε να περάσουν. Με αυτήν την αφορμή δημιουργήθηκε ταραχή και μέσα σ΄ αυτήν ένας Τουρκοκρητικός εχτύπησε με μαχαίρι έναν Άγγλο στρατιώτη. Ο Τουρκοκρητικός αυτός επυροβολήθηκε ευθύς από τους Άγγλους και σκοτώθηκε. Την ίδια στιγμή οι Άγγλοι στρατιώτες εκλείσανε την Πύλη. Ύστερα από το παραπάνω φονικό ο Τούρκικος όχλος εφρένιασε. Κι έτρεξε την ίδια στιγμή και οπλίστηκε. Οι Τουρκοκρητικοί αφού ωπλιστήκανε , ριχτήκανε με λυσσασμένη μανία στις χριστιανικές συνοικίες. Περικυκλώνανε τα χριστιανικά σπίτια και μαγαζιά και τους εβάζανε φωτιά με πετρέλαιο. Οι χριστιανοί αναγκάζονταν από τις φλόγες να βγαίνουν έξω και τότε οι Τούρκοι τους εσκοτώνανε. Πυρποληθήκανε στην αρχή εφτά χριστιανικά καταστήματα, που βρισκόντανε κοντά στην παραλία. Εκεί σφάγηκανε οι περισσότεροι Χριστιανοί. Πολλοί για να ξεφύγουν  από τις φλόγες και το μαχαίρι των αιμοβόρων Τούρκων , πηδούσαν από το  φρούριο στην προκυμαία κι οι περισσότεροι σκοτώνονταν ή σπούσανε τα πόδια τους κι άλλα μέρη του κορμιού τους. Άλλοι επήδηξαν από την άλλη μεριά του φρουρίου δυτικά της πύλης και ρίχτηκανε στη θάλασσα. Άλλοι τρέξανε προς τη μεριά του εγγλέζικου στρατόπεδου και βρήκαν οι πιο πολλοί από τους δύστυχους αυτούς οικτρό θάνατο. Τέλος πολλοί κρυφτήκανε σ΄ απόκεντρα μέρη ή βρήκανε καταφύγιο στα προξενεία . (Εκτός φυσικά του αγγλικού που χτυπήθηκε και πυρπολήθηκε με όλους που είχαν κλειστεί εκεί, και των άλλων τριών του Γαλλικού, Ισπανικού και Γερμανικού που κάηκαν) …»

Άοπλοι ήταν όλοι οι Χριστιανοί, ανήμποροι να αντιδράσουν στην μανία των Τούρκων. Συνεχίζοντας την αφήγηση του αναφέρεται πως σκοτώθηκαν όλοι οι Άγγλοι και τραυματίστηκαν αρκετοί. Ανάμεσα στους τραυματίες ήταν κι ο αδελφός του που στην προσπάθεια του να σώσει την οικογένεια του από το σιδερόφρακτο παραθυράκι του σπιτιού τους που έβλεπε στη θάλασσα , με μια βούργια, γκρεμοτσακίστηκε κι έσπασε και τα δύο του πόδια. Είδε τον αδελφό του κατάκοιτο και ακούνητο στις μεγάλες πλακούρες και νόμιζε πως ήταν νεκρός. Δίπλα του κι ο μεγάλος Αντώνιος Βέκιος, ο λαϊκός μουσικός του Μεγαλόκαστρου, που λένε πως υπήρξε το πρώτο θύμα της μεγάλης σφαγής. Έπρεπε να συνεχίσει το «δρόμο» του. Είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση να οδηγήσει όλους όσους ήταν μαζί του προς τα Δυτικά στον λιμενοβραχίονα του μεγάλου Κούλε, να τους σώσει. Σφαίρες έπεφταν σωρό, δύσκολο να προφυλαχτεί κανείς, οδυρμός, χαμός και εκεί σαν έφτασαν  δυο μέτρα μόνο από τη σιδερένια πρύμνη του υδροφόρου πλοίου των  Άγγλων, το Turquise, που δεν είχαν φόβο να τρυπηθούν από τις πολυάριθμες σφαίρες με ένα μαδέρι που βρέθηκε κοντά τους κατάφεραν να μπουν μέσα και να γλιτώσουν. Και γέμιζε το πλοίο με ταλαιπωρημένες ψυχές και κρύβονταν στ΄ αμπάρι του να μην τους πάρουν μυρουδιά οι Τούρκοι κι αργά την νύχτα κατάφεραν να φέρουν ίσαμε το πλοίο τον βαριά τραυματισμένο Γιώργο Αλεξίου και να χαμογελάσει η ψυχή του Στυλιανού. Είχε προηγηθεί η συνάντηση του με την γυναίκα του Γεώργιου Χατζάκη τη Μαργιόρα και τα παιδιά της που αρνήθηκε κλαμένη να ακολουθήσει στο πλοίο τον Στυλιανό αν δεν βρισκόταν τρόπος να πάρουν μαζί τον τραυματισμένο Άνθρωπο που τους είχε σώσει ολονών τη ζωή κι είχε γκρεμοτσακιστεί… Και βρέθηκε, άγγλοι τον κουβαλήσανε στο πλοίο, κι όλοι σωθήκανε. Κι Άγγλος γιατρός του ΄δεσε τα πόδια και τον ανακούφισε από τους πόνους κι αυτόν και εκατοντάδες άλλους που χαν κατακλίσει το πλοίο…
Για την ιστορία ο Γιώργος Αλεξίου ήταν επόπτης των  Φάρων που είχαν εκχωρηθεί από τους Τούρκους στη  γαλλική Κυβέρνηση και για αυτό λάμβανε κάποιο είδος προστασίας. Έτσι έμεινε στο Ηράκλειο σαν έφυγε στην Αθήνα όλη η οικογένεια των Αλεξίου , πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους τη χώρα…
Στα γεγονότα της συγκλονιστικής αυτής και σημαδιακής μέρας προστίθενται οι μικρές παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων όπως εκείνη με το Αγγλικό πολεμικό « Hasard » που έριξε πάνω κάτω 14 βολές μικρής ολκής προς τον Τούρκικο όχλο  αλλά  δεν κατάφερε σχεδόν τίποτα. Όλη  η συνοικία γύρω από το λιμάνι καταστράφηκε από την φωτιά, καθώς και τα  ακίνητα του Καλοκαιρινού που μέσα τους βρισκόντουσαν πάνω από  τριάντα άτομα. Από τους πρώτους που σφάχτηκαν και στη συνέχεια κάηκαν ήταν ο Υποπρόξενος της Αγγλίας Λυσίμαχος Καλοκαιρινός, αρχικός  στόχος των Βασιβουζούκων και πιο συγκεκριμένα του Λαμή Βετιχάκη, που τον αποκεφάλισε και αργότερα λόγω και του καμένου σώματός του αναγνωρίστηκε από τις φαβορίτες και την κήλη που είχε. Θάφτηκε και αυτός, πιθανόν, από την Φούνταινα, μια γριά  πόρνη, όπως αναφέρει ο Στυλιανός Αλεξίου που μέρες αργότερα συνομίλησε και μαζί της, και του νεαρού Αγρότη Βαλελαδάκη, αρχικά στο Σιναϊτικό Μοναστήρι και αργότερα ξεθάφτηκε και τα οστά του τοποθετήθηκαν στο εσωτερικό του Αγίου Ματθαίου. Ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να δει την ταφική πλάκα. Πολύ αργότερα έγινε ανακομιδή των οστών στον οικογενειακό τάφο που βρίσκεται στο Νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίνου.

Το Αυγουστιάτικο βράδυ της 25ης κόντευε να τελειώσει. Όσοι δεν ήταν τραυματίες κι ανάμεσα τους ο Αλεξίου που διηγείται όλα τα γεννούμενα, βγήκαν όπως όπως στο κατάστρωμα του Turquise κι είδαν όλη την  πολιτεία να φλέγεται κι άκουγαν τις κραυγές των απεγνωσμένων ανθρώπων να φτάνουν ίσαμε τον ουρανό. Πολλοί πρόκριτοι Καστρινοί και απλός κόσμος για να γλυτώσουν από τα βλήματα και την φωτιά έτρεχαν όπως όπως  κατά μήκος του Μπεντενάκι να πάνε ίσαμε το Αγγλικό στρατόπεδο. Οι μαχαλάδες της περιοχής εκεί ήταν Τούρκικοι κι έτσι τους σκότωναν οι Οθωμανοί  και κατά την Τούρκικη συνήθεια του διαμελούσαν. Αναφέρεται μαζί πολλών άλλων στην εφημερίδα Σκριπτ, πολύ αργότερα, πως ανάμεσα στα εκατοντάδες θύματα κι ο Ζαχαρίας Θιακάκης , άλλοτε βουλευτής, που πυροβολήθηκε στο στήθος σχεδόν εξ επαφής,  ο Δημήτρης Καράλης, Μυτιληναίος που αν μαζί του, σφάχτηκε κι αυτός. Χαρακτηριστική η περιγραφή του σώματος του Κωστή Ζαχαριάδη που το έσερναν στους δρόμους και το μισό πτώμα βρέθηκε στο λιμάνι, το υπόλοιπο αλλού.
Όλους τους σκότωσαν όσους βρήκαν μέσα στο σπίτι του Λυσίμαχου Καλοκαιρινού. Ο Αναστάσης Μπιζάκης που κρύφτηκε για σαράντα οκτώ ώρες μέσα στον αχυρώνα του σπιτιού τα είδε και τα άκουσε όλα. Ίσαμε 30 ψυχές σκοτώσανε εκεί μέσα , δούλους, αφέντες , άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Κι ύστερα βάλανε φωτιά και τα έκαψαν όλα, σπίτια και αποθήκες. Εκεί χάθηκε και η μοναχοθυγατέρα του Λυσίμαχου Καλοκαιρινού η Σκεύω μαζί με το μωρό της. Ήταν γυναίκα του Αντώνη Τζαγάκη, ονομαστή στην ομορφιά και στην καλοσύνη κι έγινε θρύλος η ιστορία της και λέγανε πως τέτοια ομορφιά δεν μπορεί να χάθηκε, κι ίσως  οι Τούρκοι την πήραν και την πήγανε σε χαρέμι στην Πόλη. Και σαν ηρέμησαν τα πράγματα και γλίτωσε ο άνδρας της από τη σφαγή και πέρασε λίγος καιρός να φτάσει ίσαμε την Πόλη και τη Σμύρνη να ψάχνει τα χνάρια τους αλλά μάταια… Κι είχε κι άλλες ιστορίες τούτη η μέρα, όπως εκείνου του πάτερ Αντωνίνου, εφημέριου  της εκκλησιάς της Φράγκικης του Αγίου Ιωάννου του Βαφτιστή που περιμάζεψε πολλές δεκάδες Χριστιανών και σαν οι Τούρκοι κατάφεραν να σπάσουν την πόρτα του μοναστηριού και να μπουκάρουν μέσα ύψωσε το ανάστημα του και δεν τους άφησε να προχωρήσουν. 

Κι οι ιστορίες δεν έχουν τελειωμό με ανθρώπους να τρέχουν αλλόφρονες να σωθούν, να αναζητούν αγαπημένα τους πρόσωπα, να σωριάζονται καταγής λιπόθυμοι κι άλλοι να προσπαθούν να φτάσουν όπως όπως σε ένα πιο ασφαλές μέρος. Πολλοί κατέφυγαν σε εκείνη  τη Φράγκικη εκκλησιά. Κι άλλοι με σίδερα και λοστούς τρυπούσαν τοίχους στα σπίτια τους και προχωρούσαν να γλιτώσουν από τη φωτιά και τον καπνό που του έπνιγε. 

«…Οι Τούρκοι, λίγα βήματα παρέκει, μέσα στα στενοσόκακα, είχανε δώσει φωτιά στο σπίτι του γέρου δασκάλου Πατερόπουλου που ήταν μέσα κλεισμένος, διπλαμπαρωμένος με τη γριά γυναίκα του και το  μοναχογιό του. Άμα οι καπνοί αρχίζανε να τους πλαντάζουνε κι οι φλόγες να τσουρουφλίζουνε τα μαλλιά τους, εβγήκαν έξω οι κακόμοιροι κι οι Τούρκοι του έπιασαν κι έναν έναν του ξέκαμαν…Ως φεύγαν οι φονιάδες από του Πατερόπουλου τραβούσαν απάνω έξαλλοι άνοιξε μια πόρτα. Κάποια άθλια γριά Τούρκισσα επρόβαλε από μέσα κι έδειξε το σπίτι του Σταματάκη, κάνοντας ματιά με σημασία. Είχε ένα παιδί παραζούβαλο και τρελλό και η Σταματάκαινα το έβγαζε έξω άμα τύχαινε βρίσκοντας ανοιχτή την πόρτα, να περάσει την αυλή της.Η μάνα του της κρατούσε της Σταματάκαινας καράζι. Έβρισκε τώρα την ευκαιρία να γδικιωθή και δε δίστασε να το κάμη. ..Άρχισαν οι Τούρκοι να πυροβολού τα κλειστά παράθυρα. Ο Σταματάκης επήγε να προβάλη από έναν φεγγίτη, μα τον εσημάδεψαν ευτύς από την ταράτσα γειτονικού σπιτιού και τον εκτυπήσανε στο μέτωπο. Έπεσε νεκρός χωρίς να βγάλει άχνα. Αρχίσανε τότες να βαράνε την πόρτα με πιστολιές και με ξύλα και με κοτρώνες.Τα παιδιά απάνω, η μάννα τους και τα δυο κορίτσια αρχίσανε να σκληρίζουνε. Άμα εσπα΄σανε τηνΠόρτα, δεν είδανε ψυχή στη μεγάλη χοχλαδοστρωμένη αυλή.Κατεβήκανε στα ημιυπόγεια, ερημιά.Απο πουθενά δεν ακουγόταν ούτε πνοή.Ανέβηακν οι Τούρκοι στο πρώτο πάτωμα.έψαξαν όλα τα δωμάτια.Ανακάτωσαν τα τραπέζια και τους μπουφέδες και τις κονσόλες. Ξέστρωσαν κρεββάτια, ανακάτωσαν τις κασέλες…Γυρεψαν εδώ, γυρεψαν εκεί και κατόπι ξανοίξανε να φύγουνε.Τη δεύτερη στιγμή πρόσεξαν την πορτούλα, στο μεσοσκόταδο που ανοιγότανε σε μια σκαλίτσα όπου σαν πουλιά κυνηγημένα, είχανε καταφύγει τα κακόμοιρα πλάσματα.Η μάνα και τα τέσσερα παιδιά της. Χοιμήξανε μέσα οι αγριεμένοι Τουρκοκρητικοί κι αρχίσανε να κτυπούν όλους στο σωρό, αδειάζονατς τα τουφέκια τους.Φωνάζανε τα παιδιά και σφιγγότανε στην αγκαλιά της μάνας τους κι οι σφαίρες τα βρίσκαν από δω και κει και ατ τρυπούσανε το ένα πίσω από τα΄άλλο τα΄αποτελειώνανε….Χτυπούσαν εκεί με πείσμα ωσότου σάλευε κανένα χεράκι, ωσότου γρικιώτανε κανένα βουβό αναστέναγμα αυτών που ξεψυχούσανε…»

« …Ο κακότυχος παπουτσήςΒράκας με τη γυναίκα το, τα τσιράκια του και τα παιδιά του κάηκαν ζωντανοί μέσα στο σπίτι απάνω στο δρόμο του λιμανιού. Φάινεται πως με τη φωτιά έδεσε η κλειδαριά και δεν εξαμπαρονώταν η βλαμμένη σιδεριά της πόρτας….» 

Κι ένα ακόμα από τα εκατοντάδες γεγονότα που γραφτήκαν αργότερα στην εφημερίδα Σκριπτ δείχνει το μεγαλείο των ανθρώπων και την κτηνωδία των λυσσασμένων Βασιβουζούκων :
Ονωρίνη Συνολάκη, μια γυναίκα ψηλή, όμορφη πολύ και δυνατή στον πόνο. Της σφάξανε μπροστά στα μάτια της τον άνδρα και τα δυο της παιδιά, το ένα ήταν μωρό ακόμα. Την ίδια την πλήγωσαν στο κεφάλι με «κασατούρα», γιαταγάνι δηλαδή. 

«…Ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο του λιμεναρχείου. Ήταν ράκος υπάρξεως. Κι όμως ζούσε ακόμα. Από τα μάτια της ΄τρεχαν ακόμα τα δάκρυα. Τα χείλη της εσάλευαν ακόμα για να δώσουν διέξοδο στο βαθύ της αναστέναγμα και να ψιθυρήσουνε το συντομότερο, το σπαραχτικώτερο μοιρολόι… «Τα παιδιά μου, τα παιδιά μου». Πλατύς επίδεσμος εσκέπαζε την πληγή της κεφαλής της, απ΄ όπου πέρασε το τούρκικο γιαταγάνι .Και στο στήθος της, στην ποδιά της, στους ώμους της, παντού, το φτωχικό της φόρεμα ήτανε καταλερωμένο από πλήθος αίμα στεγνωμένο, ξερό, το αίμα των παιδιών της, που σφαχτήκανε στην αγκαλιά της…» Μέρες πολλές έμεινε εκεί στο ίδιο σημείο σχεδόν ασάλευτη.
Στη αφήγηση του ο Στυλιανός Αλεξίου συνεχίζει: «…Η πυρκαγιά  εξακολουθούσε όλη τη νύχτα της Τρίτης, όλη την ημέρα της Τετάρτης και χθες Πέμπτη ίσαμε το μεσημέρι , οπόταν εφύγαμε μεις, εφαινόνταν φλόγες πανύψηλες. Ίσως και σήμερα ακόμη ( δηλαδή την Παρασκευή 28 Αυγούστου) να εξακολουθή η πυρκαγιά .Η καταστροφή είναι τρομερή. Τίποτε δε θα μείνει από τα Χριστιανικά ακίνητα. Ολόκληρη η αγορά Βεζίρ Τσαρσί ( ο δρόμος δηλαδή του λιμανιού) κατακάηκε. Εκεί δεν καήκανε μόνο ελληνικά καταστήματα, μα και τούρκικα, γιατί είχανε μέσα εμπορεύματα χριστιανών… Στις ταραχές έμεινε αμέτοχος ο Τουρκικός στρατός. Έλαβε όμως ενεργό μέρος στις λεηλασίες…».


Ο αριθμός των σφαγιασμένων δεν είναι γνωστός επ΄ ακριβώς. Άλλοι μιλούν για οκτακόσιους, άλλοι για διακόσιους και άλλοι για περίπου τετρακόσιους. Ένα χρόνο αργότερα στις 25 Αυγούστου 1899 ο Στυλιανός Αλεξίου είχε δημοσιεύσει στην εφημερίδα «Αλήθεια» μια πλήρη περιγραφή των γεγονότων  και τον τελειωτικό πίνακα των χαμένων , όπως ο ίδιος από έρευνά του συνέταξε , ωστόσο δεν είναι  εύκολο να βρεθεί αντίτυπό της. Ο γιος του, Λευτέρης Αλεξίου, σε δημοσίευση του στα Νέα Χρονικά παραθέτει ένα πίνακα με ονόματα που όπως λέει ο ίδιος, αν δεν υπάρχουν αλλού αντίγραφα άλλων δημοσιευμάτων ίσως αυτός  να παραμείνει ο πιο ολοκληρωμένος για τους ιστορικούς του μέλλοντος…
Την συγκλονιστική αφήγηση του Λευτέρη Αλεξίου, πια, στα Νέα Χρονικά, σφραγίζει ένα γεγονός  για δυο ανθρώπους που δίκαια θα έπρεπε να γνωρίζει κάποιος το ρόλο διαδραμάτισαν εκείνη την εποχή… :
« …της Φούνταινας  , που ήτανε παλιά πόρνη, και του νεαρού αγρότη Βαλελαδάκη. Οι δύο αυτοί ταπεινοί άνθρωποι ανάλαβαν ύστερα από μέρες να περιμαζέψουνε και να θάψουνε τα πτώματα των θυμάτων, που είχεν αρχίσει η αποσύνθεσή τους και όλη η πολιτεία βρωμούσε απαίσια και κίνδυνος άμεσος υπήρχε να δημιουργηθούν επιδημίες. Με ένα χειράμαξο γύριζαν επί μέρες σ΄όλην την πολιτεία, σώρευαν εκεί τα αποσυνθεμένα σώματα μαζεύοντάς τα κομμάτι και κομμάτι και μεταφέρνανε στην Απάνω – Εκκλησιά, στο Σιναϊτικό Μοναστήρι του Αγίου Ματθαίου, όπου τ’ αποθέτανε σ ένα βαθύ κι ευρύχωρο κοινό τάφο. Ο έξαρχος Χρύσανθος εγκαρδίωνε τους δύο ανθρώπους. Αφού τελειώσανε το έργο τους με τεράστιους αγώνες, ο Βαλελαδάκης αρρώστησε βαριά. Τον έπιασε ζάλη κι εμετός που κράτησε μέρες και τον έφερε στον τάφο. Είχε πάθει δηλητηρίαση, κι όπως έμεινε χωρίς ιατρική περίθαλψη, χάθηκε το τίμιο παλληκάρι. Η Φούνταινα τον περιποιήθηκε μέσα στο μοναστήρι ίσαμε την ύστατη στιγμή. Θάφτηκε πλάι στα θύματα της Σφαγής, το τελευταίο αυτό θύμα, μα όχι και το λιγότερο αξιομνημόνευτο. Η Φούνταινα έζησε και διηγήθηκε αργότερα στον πατέρα μου τα επεισόδια. Του τα διηγήθηκαν ακόμα και οι καλόγεροι του μοναστηριού. Όλοι τους μιλούσανε σεβασμό για την ηρωική πράξη …»

Η συνέχεια της μεγάλης σφαγής γνωστή. Ήταν η μεγάλη αρχή του Τέλους της Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί …

Σαν να ξύπνησα από ένα όνειρο μόλις ένα περιστέρι ήρθε και κάθισε στο παγκάκι που καθόμουν και έβλεπα τον Κούλε απέναντι και έρχονταν όλα τούτα στο μυαλό μου. Σηκώθηκα και κοίταξα ίσαμε πάνω τον δρόμο ετούτο. Τίποτα δεν μαρτυρούσε τις εικόνες που ζωντάνεψαν με τη φαντασία μου. Κι όμως δεν ήταν όνειρο, δεν ήταν ψέματα, έγιναν όλα τούτα, εδώ, στο σημείο σχεδόν που πατούσα. Η ψυχή μου ταράχτηκε πολύ, κατέβηκα γρήγορα γρήγορα τα σκαλιά και πήρα το ποδήλατο. Ήθελα να νοιώσω εκείνο το αίσθημα της ελευθερίας, του δροσερού αέρα της θάλασσας να με τυλίγει. Τις έδιωξα τις εικόνες, άρχισα να παίρνω τον ανήφορο του πολύπαθου δρόμου και σαν έφτασαν ψηλά κοντά στον Άγιο Τίτο, λίγο γαλήνεψα. 

Είναι γιορτή μεγάλη σήμερα, γιορτάζει ένας από τους πιο σπουδαίους αγίους του Κάστρου.

Άλλη μεγάλη ιστορία κοντά στα χίλια χρόνια και μια εκκλησιά από τις πιο επιβλητικές, σύμβολο του Ηρακλείου μοναδικό, πίστης, ιστορίας, τέχνης κι ομορφιάς. Πολύπαθη κι αυτή, ισοπεδωμένη, ξανακτισμένη, ακούραστη στους ρόλους που την έβαλαν να « παίξει» όλα τα χρόνια της ύπαρξης της, με όποια μορφή.
Κτύπησαν οι καμπάνες. Μεγάλη μέρα η σημερινή. Κατευθύνθηκα στην είσοδο, λιγοστοί οι άνθρωποι τέτοια ώρα. Στολισμένος ο ναός, γιορτή για Εκείνον και την πόλη. Πλησίασα το σεμνό πέτρινο μνημείο στη δεξιά πλευρά του ναού : «…Εις μνήμην των Υπερ Πίστεως και Πατρίδος  Σφαγιασθέντων Χριστιανών την 25η Αυγούστου 1898…».

Βαθύς αναστεναγμός ξέφυγε πάλι. Κούνησα το κεφάλι κάμποσες φορές. Μπήκα στην εκκλησιά κι άναψα ένα κερί για εκείνους που χάθηκαν κάποτε, για όλους, Καστρινούς, Άγγλους…
Φεύγοντας λίγο πριν αρχίσουν οι παράτες  και οι τυπικοί εορτασμοί δεν θέλησα να ανέβω στην πόλη. Πήρα τον κατήφορο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας να γεμίσουν τα μάτια μου, που ΄ταν σαν να ΄χαν ζήσει εκείνα τα φρικτά γεγονότα κι ήθελαν να διώξουν όλα τα  άλλα χρώματα που βάραιναν το μυαλό και την ψυχή. Στη κάτω κάτω μεριά τράβηξα προς το μέρος που ήταν η Πύλη του Μόλου. Να την κλείσω κι εγώ με όση δύναμη είχα, να προστατεύσω τη θύμηση, να την αμπαρώσω μέσα στα τείχη , να μην χαθεί ποτέ, όσο τραγική κι αν είναι.  Ο «Άρχοντας» μόνο απέναντι, κατάλαβε τις σκέψεις μου, όπως πάντα, κι εκείνος συνέχιζε να στέκει σιωπηλός. Κούνησα κι εγώ το κεφάλι μου πολλές φορές ήταν ώρα να επιστρέψουμε στο σήμερα, στην καθημερινότητα που έχει την γοητεία της ελευθερίας, της επιλογής και της θύμησης!
Οδός 25η Αυγούστου κι ας έχουν περάσει 119 χρόνια από τότε!
Κάθε χρόνο να το θυμόμαστε… Κάθε φορά και μια ακόμα πτυχή της ιστορία μας!

ΠΗΓΕΣ:
Εφημερίδα Νέα Χρονικά, 29/3/1948 – 28/11/1948
Εφ. Σκριπτ, Φύλλο 1084, Σάββατο 29 Αυγούστου 1898
Περιοδικό Στιγμές, 1998
Εφημερίδα Ανόρθωσις, 1930
Βικελαία Δημοτική βιβλιοθήκη Ηρακλείου
Αρχείο Μηνά Γεωργιάδη
Ο ναός του αγίου Τίτου, ιστορικά σημειώματα, Στέφανου Ξανθουδίδου, έκδοσις Β΄, 1974
Το Ηράκλειο στο πέρασμα των Αιώνων, Στεργ.Σπανάκη, Δήμος Ηρακλείου, 1990
Το Ηράκλειο και η Νομαρχία του, Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Ηρακλείου, 2005
Η Κρήτη των καλλιτεχνών, Ντενίζ – Χλόη Αλεβίζου , εκδ. Δοκιμάκης
Υπήρχε μια πόλη το Μεγάλο Κάστρο, Λιάνα Σταρίδα, εκδ. ΄Ιτανος
Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ

Δημοσιεύτηκε στην έντυππη ΠΑΤΡΙΣ στις 25 Αυγούστου 2017 και στην ηλεκτρονική της σελίδα :https://www.patris.gr/2017/08/25/epetios-ruga-maistra-tin-ichan-vaftisi-enetoi-san-ekanan-tin-poli-mas-diki-tous-kapote/

Δημοσιεύτηκε στο Cretalive.gr  στις 25 Αυγούστου 2017:  http://www.cretalive.gr/opinions/h-katastrofh-poy-allakse-thn-istoria-ths-krhths

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου