Το παραμύθι της βροχής

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Μάρτης είναι… Φυτευτής και πεντάγνωμος!

Της Ελένης Μπετεινάκη

Δυο κουβάρια μεταξένια κλωστή, κόκκινη και λευκή, αυτά είναι τα χρώματα που συμβολίζουν τον πιο ζωντανό μήνα της Άνοιξης. Της Άνοιξης που προσπαθεί να  προσπεράσει το κρύο, τη βροχή, τον θυμό του χειμώνα, την καταχνιά και την θλίψη του. Θλίψη για όλα εκείνα που τον φοβούνται και κρύβονται. Τη γη που προστατεύει τα παιδιά της βαθιά μέσα στο χώμα ίσαμε τον ερχομό της όμορφης θυγατέρας,της μονάκριβης του χρόνου. Αστροφωτίστηκαν τα κουβάρια, έτοιμα να πλεχτούν σε χέρια παιδικά, σε κάτασπρα δέρματα που είναι ευάλωτα στις πρώτες δυνατές ακτίνες του ήλιου. Στις κλωστές που θα αφεθούν στα κλήματα σαν περάσουν οι μέρες να τις βρουν οι μικροί προάγγελοι της χαράς και της ζέστης, τα χελιδόνια, σαν επιστρέψουν. Ανοίγοντας την πόρτα μου, το ξημέρωμα, να μπει το πρωινό αγιάζι και τα χρώματα τα πιο λαμπερά της νέας εποχής σαν να είδα τη μάγισσα Χρωματούσα να αλαργεύει. Είχε φρεσκάρει όλους τους χρωματισμούς, και οι κλωστές μου σαν νωπές μου φάνηκαν, σαν να τις έβαψε τούτη δα τη στιγμή με έντονο κόκκινο της φωτιάς, του πάθους, της λαχτάρας. Της ζωής που γεννιέται ξανά από σήμερα, της Ηλιοφορεμένης Άνοιξης που προβάλει δειλά, αθόρυβα, αέρινα όπως ταιριάζει στα ξωτικά, στα μαγικά πλάσματα που η ομορφιά τους δεν περιγράφεται… Κι ο Μάρτης χαρούμενος, χοροπηδώντας, κατάξανθος, σαν άγγελος, την κρατούσε από το χέρι και την τράβαγε… Βιαστικός σαν όλα τα παιδιά, να τρέξει στους αγρούς, στα λιβάδια που έχουν αρχίσει να πρασινίζουν, στις βουνοκορφές που σιγά σιγά  πάλι παίρνουν το καφετί τους χρώμα, τις αυλές των σπιτιών που σκάνε  μύτη τα μικρά μικρά βλαστάρια στις γλάστρες των νοικοκυραίων…

« Έλα μάνα, ώρα μας είναι, μην αργείς! Εμάς περιμένουν, εμάς, και θα δεις όλος ο τόπος θα γιορτάσει την άφιξή μας, όλοι θα θέλουν να μας καλωσορίσουν,όλοι!»…είπε ο Μαρτης και πήρε φόρα μαζί με την Άνοιξη να συναντήσουν τον κυρ Ήλιο, τα παιδιά, τις ομορφιές της Γης που αρχίζει να ξυπνά και να σκορπάει χρώματα κι αρώματα σε όλη την πλάση!

Ανοιξιάτης, Κλαψομάρτης, Φυτευτής, Παλουκοκαύφτης, Ζίντζος, Νιγρίτης, Βαγγελιώτης, Πεντάγνωμος,Πεντάβουλος,Δίμουρος,Τιναχτοκοφινάς,Πεντάγδαρτος,Ξεροκοφινάς, Λολομάρτης είναι μερικές από τις ονομασίες που του έχει αποδώσει ο λαός μας λόγω των άστατων καιρικών συνθηκών και των γιορτών του.

Κι όπως πολύ σοφά λέει ο λαός μας  :Τον Μάρτη ξύλα φύλαγε μην κάψεις τα παλούκια…
Είναι ο μήνας που ταυτίζεται με το πέρασμα από το χειμώνα στην άνοιξη. Πρώτος  της γιος αλλά και πρώτος μήνας του χρόνου από τον καιρό ακόμα που αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας . Οι Ρωμαίοι τον ονόμαζαν Martius  από τον Θεό Mars, τον Άρη που ήταν ο θεός του πολέμου. Γιορτάζονταν ακόμα τα Μαρτωνάλια προς τιμήν της θεάς Ήρας της μητέρας του Άρη. Στη γιορτή αυτή οι Ρωμαίες δεσποινίδες περιποιούνταν τις υπηρέτριές τους. Στην αρχαία  Αθήνα ο Μάρτιος αντιστοιχούσε στο μήνα Ανθεστηρίωνα και οι κάτοικοι της Αττικής γιόρταζαν τα Δάσια αφιερωμένα στον Μειλίχιο Δία. Πρόσφεραν αναίμακτες και αιματηρές θυσίες και έκαναν δώρα στα παιδιά.

Στη Δήλο πάλι αυτήν την εποχή γιόρταζαν τα Δήλια, προς τιμήν του Απόλλωνα και οι Αθηναίοι έστελναν αντιπροσωπεία και αθλητές για να πάρουν μέρος στους αγώνες που διοργάνωναν. Η μεγαλύτερη γιορτή ήταν « τα ένα άστει Διονύσια », προς τιμήν του Διόνυσου στη διάρκεια των οποίων ετελούντο και δραματικοί αγώνες με τραγωδίες  και κωμωδίες που παρουσιάζονταν στο θέατρο του Θεού, στη  νότια κλίτη του βράχου της Ακρόπολης.
Είναι ο μήνας που ξεκινούν οι γιορτές της Άνοιξης. Πολλά τα έθιμα, τα παρατηρήματα , οι συνήθεις και οι δοξασίες για το πρώτο παιδί της Άνοιξης και το τρίτο εγγόνι του χρόνου. Από την τελευταία μέρα του Κουτσοφλέβαρου άρχιζαν οι ετοιμασίες τα παλιά τα χρόνια για να υποδεχτούν τούτον τον άστατο και παράξενο μήνα.

Την τελευταία μέρα του Φλεβάρη λοιπόν η αγροτική οικογένεια της Κρήτης φρόντιζε να καθαρίσει το σπίτι, να σβήσει τη φωτιά και να βγάλει έξω την στάχτη από την παρασιά . Η επόμενη μέρα έπρεπε να βρει το σπιτικό με καινούργια φωτιά και νερό όπως γινόταν και με τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς. Μια ανύπαντρη κοπελιά ή αν δεν υπήρχε, τότε ένα άλλο μέλος του σπιτιού έπρεπε να πάει πριν ξημερώσει στη βρύση χωρίς να μιλήσει σε κανέναν στο δρόμο και να φέρει το «αμίλητο» νερό του Μάρτη. Την καινούργια φωτιά έπρεπε να ανάψει η μητέρα, εκείνη που είχε και την ουσιαστική φροντίδα της εστίας όλο το χρόνο. Η φωτιά  κατείχε πάντα ξεχωριστή θέση μέσα στην ελληνική οικογένεια και η καινούργια φωτιά του Μάρτη δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ανανέωση και το πέρασμα σε μια καινούργια κατάσταση καλύτερη από την προηγούμενη.
Πρωτομαρτιά …Πανηγυρικός ο χαρακτήρας της μέρας αυτής στον τόπο μας. Ξυπνούσαν τα παιδιά πριν ξημερώσει, έκοβαν άνθη και τα σκορπούσαν στα σπίτια. Στα χωριά της Σητείας συνήθιζαν να στρώνουν λουλούδια ακόμα και πάνω στα κρεβάτια. Στη Μεσσαρά πετούσαν έξω από το σπίτι τα σπασμένα σταμνιά και τα σπασμένα πιάτα για να μην τα βρει ο Μάρτης στο σπίτι. Άλλη συνήθεια πολύ διαδεδομένη σ όλη την Κρήτη ήταν το χτύπημα με κλήματα στους ανθρώπους ιδιαίτερα στους αδύναμους. Το κλήμα έπρεπε να έχει τρεις κονδύλους και με κάποιο μαγικό τρόπο πίστευαν ότι κτυπώντας τους  θα ανακτούσαν τις δυνάμεις τους.

Σε άλλα μέρη της Ελλάδα πίστευαν πως την Πρωτομαρτιά έπεφτε από τον ουρανό το κάρβουνο για να ζεσταθεί η γης κι έτσι να αρχίσουν οι ζέστες.
Μια παράδοση λέει πως αφού τον Μάρτη αρχίζει η καλοκαιρία, ο χειμώνας έπρεπε να διώχνεται καβάλα πάνω σε ένα γάιδαρο και ο λόγος ήταν για τον Φεβρουάριο που ήταν και κουτσός . Σχηματίζονταν τότε μια πομπή από παιδιά που τον συνόδευαν με τενεκεδοκρουσία και τραγούδια με δυνατές φωνές  τραγουδούσαν  :

Όξω κουτσοφλέβαρε, να΄ρθει ο Μάρτης με χαρά και με πολλά λουλούδια…
Μια άλλη παράδοση τον ήθελε να έχει δυο γυναίκες, εξ αιτίας του άστατου καιρού που επικρατεί σ΄όλη του τη διάρκεια του, μια πολύ όμορφη και φτωχή και μια πολύ άσχημη και πλούσια. Κάθε φορά που σαν κοιμόταν άλλαζε πλευρό και γύριζε από τη μεριά που κοιμόταν η άσχημη, κατσούφιαζε , μαύριζε και σκοταδιαζόταν όλος ο κόσμος. Όταν όμως γύριζε από τη μεριά που ήταν η όμορφη, χαμογελούσε , χαίρονταν  και έλαμπε όλος ο ντουνιάς. Αλλά, τις περισσότερες φορές γύριζε από την άσχημη γιατί αυτή είχε τα χρήματα και έτρεφε και την φτωχή. Λέγεται ακόμη ότι  κάποτε ξεγέλασε τους άλλους μήνες πίνοντας όλο το κρασί από το κοινό τους βαρέλι και αυτοί τον τιμώρησαν παίρνοντας του το προνόμιο να είναι ο πρώτος μήνας του χρόνου. Έτσι κάθε φορά που θυμάται το κρασί που ήπιε χαμογελάει και τότε ο καιρός είναι ξάστερος, όταν όμως θυμάται την τιμωρία του κλαίει και ο καιρός είναι  βροχερός.

«Μάρτης είναι  χάδια κάνει, πότε κλαίει πότε γελάει…»

Άλλες πάλι παραδόσεις κάνουν λόγο για μια γριά που τιμωρήθηκε όταν θέλησε να κοροϊδέψει τον Μάρτιο, νομίζοντας ότι γλύτωσε αρνιά και κατσίκια από το κρύο και το χιόνι του. Αυτός όμως έκανε τις τελευταίες μέρες του τόσο κακοκαιρία που και η γριά και τα ζώα της πέτρωσαν από το κρύο. Για αυτό και τις μέρες αυτές του Μάρτη τις λένε «μέρες της γριάς», ενώ τις πρώτες σε αρκετά μέρη τις λένε « μερομήνια », μέρες  δηλαδή που μπορούν να γίνουν σχετικές προγνώσεις καιρού για όλο το χρόνο.

Την 1η του Μάρτη  φτιάχνανε οι κοπέλες τη «Μαρτιά» , το «Μαρτάκι»  ή τον «Μάρτη» για να μην τις μαυρίσει ο ήλιος.  Είναι ένα παμπάλαιο έθιμο. Πιστεύεται πως έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα και μάλιστα στα Ελευσίνια μυστήρια. Οι μύστες των ελευσίνιων έδεναν μια κλωστή, την Κρόκη, στο δεξί τους χέρι και στο αριστερό πόδι. Τα παιδιά σήμερα το φορούν στον καρπό και είναι φτιαγμένος  από  άσπρη και κόκκινη κλωστή. Τα προστατεύει από τον ήλιο της Άνοιξης , να μην καούν. Το φτιάχνουν από την προηγούμενη μέρα και το φορούν πριν βγουν από το σπίτι. Σε μερικές περιοχές το έβαζαν  και στο μεγάλο δάκτυλο του ποδιού για να μην σκοντάφτουν ή σαν δαχτυλίδι στο δάκτυλο. Ήταν μια καθαρά γυναικεία  δουλειά και όποιες αναλάμβαναν το πλέξιμο του Μάρτη πρόσεχαν να δουλέψουν μόνο νύχτα, κρυφά, χωρίς να το δει το φως της μέρας. Στη συνέχεια σαν τελείωναν με το πλέξιμο , τις κλωστές αυτές τις αστροέφεγγαν δηλαδή τις άφηναν να εκτεθούν όλη νύχτα  στο φως των άστρων και του φεγγαριού που μέχρι το πρωί να  έχουν αποκτήσει όλες τις μυστικές ιδιότητες για την προστασία αυτού που θα το φορούσε. Μαζί έβαζαν κι ένα πιάτο γεμάτο καρύδια και μέλι  για όλη την οικογένεια να το φάνε πρώτα από οτιδήποτε άλλο το πρωί. Το βραχιολάκι αυτό το βγάζουν στο τέλος του μήνα και το αφήνουν πάνω στις τριανταφυλλιές ή στις ρογδιές όταν δουν το πρώτο χελιδόνι. Το αφήνουν  εκεί για να το πάρουν τα πουλιά και μ΄ αυτό να χτίσουν τη φωλιά τους. Οι λόγοι είναι προφανείς. Τα τριαντάφυλλα είχαν συνήθως κόκκινο χρώμα όπως και οι καρποί της  ρογδιάς δηλαδή το επιθυμητό χρώμα του προσώπου που δηλώνει υγεία και ευεξία. Στα βρέφη μάλιστα έβαζαν επτά μαρτάκια και σε κάποια άλλα μέρη της Ελλάδας , τρία, γιατί τα μωρά είναι πιο ευπαθή στην ηλιακή ακτινοβολία. Και οι παραλλαγές ποικίλουν ανάλογα με την περιοχή.

Στη Μακεδονία για παράδειγμα αντί κόκκινης κλωστής έβαφαν τον καρπό του αριστερού χεριού με πορφύρα. Το έθιμο αυτό πέρασε και στο Βυζάντιο, μόνο που ο πλούτος εδώ άλλαζε το χρώμα της κόκκινης κλωστής σε χρυσή. Σαν ερχόταν η ώρα να βγάλουν την κλωστή, καλούσαν τους φίλους σε γλέντι και πριν απ  αυτό έκαιγαν την κλωστή σε ένα πιάτο και από το σχήμα της στάχτης μάντευαν το μέλλον. Σε άλλα μέρη το «μαρτάκι» το τύλιγαν σε μια πέτρα ,την έβρεχαν μέσα σε πηγάδι για να είναι η κοπελιά που θα το φορούσε δροσερή ή το έβαζαν στην λαμπάδα της Ανάστασης να καεί.
Τα παρατηρήματα για την 1η μέρα του Μάρτη δεν σταματούσαν εδώ. Στην Αθήνα  για παράδειγμα η μητέρα ή η γιαγιά κρατώντας ένα λευκό ανάβαθο πιάτο με λάδι έβαζε τα παιδιά να κοιτάξουν μέσα το πρόσωπό τους ενώ εκείνη μονολογούσε διάφορες ευχές.  Στη Λέσβο τα κορίτσια κοίταζαν μέσα στις σφίδες ( κιούπια) που υπήρχε λάδι κι έτσι δεν τις έπιανε ο ήλιος. Στα Μέγαρα έχουν έθιμο να γελούν το Μάρτη δηλαδή να πουν ένα ψέμα για να γελάσουν κάποιον.
Ένα άλλο κακό παρατήρημα που φοβόταν ο λαός μας τις 3  πρώτες μέρες , τις 3 μεσαίες και τις 3 τελευταίες ή τις 10 πρώτες του Μάρτη ήταν οι Δρίμες , όντα δαιμονικά που κάνουν κακό στα ξύλα, στα ρούχα και στα σώματα. Όσα πανιά πλυθούν τούτες τις μέρες  λιώνουν, όσα ξύλα κοπούν σαπίζουν και γι αυτό αποφεύγουν ολότελα να πλύνουν ρούχα ή αν πρέπει να το κάνουν,  να βάζουν με σα στο νερό ένα πέταλο, γιατί το σίδερο  είναι γιατρικό και αποτρέπει  τα δαιμόνια. Κανένας δεν λουζόταν όλες αυτές τις μέρες  και δεν έπαιρναν το τσεκούρι να κόψουν ξύλα.  Αλλού οι γυναίκες πήγαιναν το πρωί πρωί στην εξοχή και νίβονταν με την δροσιά από τα στάχυα του κριθαριού και τα κουβαλούσαν στο σπίτι. Τα κρεμούσαν στις πόρτες των σπιτιών και ήταν δροσεροί όλο το χρόνο. Στην Αθήνα η κάθε νοικοκυρά  έπαιρνε πρωί πρωί το αμίλητο νερό από το πηγάδι, έβρεχε λίγο γρασίδι και με αυτό δρόσιζε όλους στην οικογένεια  ενώ ακόμα κοιμόντουσαν κι ύστερα ράντιζε και το σπίτι λέγοντας : Ήρθε  ο Μάρτης , ήρθε η γειά σου. Στην Κίσσαμο πάλι οι νοικοκυρές υποδέχονταν τον Μάρτη με « ζαχαροπούλια » δηλαδή γλυκά που είχαν το σχήμα του πουλιού.
Από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα της 1ης του Μάρτη είναι αυτό της χελιδόνας. Τα παιδιά παίρνουν ένα καλάθι, το γεμίζουν με φύλλα κισσού και περνούν μέσα από αυτό ένα ραβδί. Στην άκρη του ραβδιού προσαρμόζουν τη χελιδόνα, ένα ξύλο δηλαδή με ομοίωμα πουλιού. Γύρω από τον λαιμό της χελιδόνας υπάρχουν κουδουνάκια, που ηχούν, καθώς κινείται το ραβδί από το οποίο αυτή κρέμεται. Τα παιδιά γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν τα κάλαντα του Μάρτη ή όπως αλλιώς τα λέμε τα χελιδονίσματα Η νοικοκυρά έπαιρνε λίγα φύλλα κισσού, τα τοποθετούσε στο κοτέτσι για να γεννούν πολλά αυγά οι κότες της και έδινε στα παιδιά ένα- δύο φρέσκα κι εκείνα πήγαιναν στο επόμενο σπίτι. Ο κισσός είναι σύμβολο αειθαλούς βλάστησης και θεωρείται μέσο ικανό να μεταδώσει την θαλερότητα και γονιμότητα στις κότες αλλά και σε άλλα ζώα.  Αν η κυρά του σπιτιού δεν έδινε τίποτα στα παιδιά την κορόιδευαν ή την απειλούσαν. Σε πολλές περιοχές τα χελιδονίσματα τραγουδιούνται και την 21η Μαρτίου που είναι η επίσημη ημέρα της Άνοιξης λόγω της εαρινής ισημερίας.

Προχωρώντας στο ημερολόγιο μας σταματάμε στις  9  του Μάρτη. Ημέρα αφιερωμένη στα Άγιους Σαράντα. Ο αριθμός Σαράντα είναι ιερός στη συνείδηση του λαού μας. Συνηθιζόταν  να τρώνε εκείνη την ημέρα οι σαραντόπιτες, δηλαδή πίτες με 40 φύλλα ή 40 τηγανίτες ή φαγητά από 40 ειδών χόρτα ή όσπρια που τα μοιράζουν για την ψυχή των ζωντανών.
«Σαράντα φας, σαράντα πιείς, σαράντα δώσε για την ψυχή».
Σε διάφορα μέρη της Ελλάδας συνήθιζαν να καίνε τα σκουπίδια και να πηδούν τη φωτιά για να κάψουν τους ψύλλους και τα φίδια. Στη Μεσσημβρία πάλι τα κορίτσια κεντούσαν με σαράντα κλωστές, οι άνδρες έπιναν σαράντα ποτά, κερνούσαν άλλα σαράντα και έλεγαν και σαράντα ψέματα… Στη Σητεία φύτευαν δέντρα, κλήματα και λουλούδια γιατί πίστευαν πως μόνο τούτη τη μέρα πιάνουν. Τότε αποκόβουν και τα αρνιά. Στην Θράκη και την Κρήτη σπέρνουν βασιλικό για να γίνει φουντωτός και σαραντάκλωνος. Στα Φάρασα της Καππαδοκίας τρώγανε ζοχό για να μην τους ακουμπούν τα φίδια και οι σαύρες.

Σ΄όλη σχεδόν την Κρήτη συνήθιζαν την ημέρα των Αγίων Σαράντα να λειτουργούν τον μεταξόσπορο στην εκκλησιά ή να τον σαραντίζουν. Στην Μεσαρά έπαιρναν νερό από 40 κύματα και το διατηρούσαν όλο το χρόνο σε ένα μπουκάλι. Το χρησιμοποιούσαν για να ραντίσουν τους κήπους και να μεγαλώνουν τα φυτά πιο γρήγορα. Οι  Άγιοι Σαράντα είναι οι αμπελουργοί της λαϊκής παράδοσης. Είναι νέοι, γεροδεμένοι, ,με λεπτά χαρακτηριστικά και ευγενικές φυσιογνωμίες. Είναι γνωστός ο μύθος που θέλει τον γέροντα γεωργό να μην πηγαίνει στην εκκλησία την ημέρα της γιορτή τους αλλά στο αμπέλι του προκειμένου να το σκάψει. Αδύναμος όμως από τα χρόνια είναι αδύνατο να κάνει καμία δουλειά και τότε εμφανίζονται από το πουθενά σαράντα παλικάρια που σκάβουν, σκαλίζουν και περιποιούνται το χωράφι του που όταν πια φτάνει το καλοκαίρι αποδίδει τους καλύτερους  καρπούς. Αυτό γινόταν για δύο συνεχόμενα χρόνια. Τον τρίτο χρόνο ο γέρος πονηρά σκεπτόμενος πηγαίνει  πάλι στις 9 του Μάρτη στο χωράφι του και …περιμένει. Τότε εμφανίζονται τα παλικάρια μόνο που τούτη τη φορά τον κάνανε μαύρο στα πλευρά και ξερίζωσαν το αμπέλι κι  ο λόγος ήταν η πονηράδα και η εξαπάτηση τους από τον γέρο.

Άλλη μεγάλη γιορτή είναι η μέρα του Ευαγγελισμού. Διπλή γιορτή, θρησκευτική  και εθνική. 25η Μαρτίου, Ευαγγελισμός της Θεοτόκου που ταυτίζεται στη λαϊκή συνείδηση με την τελική επικράτηση της  άνοιξης. Επίσης είναι η μέρα που καθιερώθηκε να γιορτάζεται σαν επέτειος κήρυξης της επανάστασης του 1821. Οι δοξασίες και οι παραδόσεις  θέλουν να τρώνε τούτη την μέρα οι άνθρωποι κι ας είναι μέσα στη Σαρακοστή η γιορτή, ψάρι απ΄ άκρη σ΄ άκρη σ όλη την Ελλάδα. Πίστευαν επίσης πως την ώρα που ανοίγουν οι ουρανοί και ακούγεται από τον άγγελο το Χαίρε της Παναγιάς  τα δέντρα σκύβουν και προσκυνούν τη γη που θα δεχθεί τον Υιό του Θεού. Τα φυτά πάλι αποχαιρετούν με το σπόρο τους τη μάνα γη που τους τον φυλούσε από το φθινόπωρο για  όλο τον χειμώνα και αρχίζουν δειλά δειλά να μεγαλώνουν. Και οι κοπελιές μαθαίνουν κείνη τη  στιγμή τι μπορεί να τους συμβεί και μπορούν να μάθουν ποιος θα ΄ναι ο άνδρας που θα τις παντρευτεί κι αν δεν το καταφέρουν εκείνη την ώρα , αν βάλουν ένα κομμάτι ψωμί κάτω από το μαξιλάρι τους τότε εκείνος θα έρθει να το πάρει και θα τον  δουν στο  όνειρό τους.
Την μέρα τούτη τα ανδρόγυνα πρέπει πολύ να προσέχουν γιατί  είναι μεγάλη αμαρτία να πιάσει η γυναίκα παιδί. Είναι η μέρα του Θεού και το παιδί που γεννιέται τα Χριστούγεννα και έχει γίνει ή σύλληψή του τούτη την μέρα, δεν προκόβει. Ειδικά στην Κρήτη πιστεύεται πως οι καλικάντζαροι δεν είναι μόνο τα γνωστά μαυριδερά πειραχτήρια αλλά και τα παιδιά που είχαν την τύχη να γεννηθούν την ώρα που γεννήθηκε ο Χριστός στις 25 του Δεκέμβρη , εκτός και να η σύλληψη γινόταν στις 24 ή στις 26 του Μάρτη. Τότε το παιδί δεν κινδύνευε…

Καλό μας μήνα!

ΠΗΓΕΣ :
«Λόγια του αέρα», Μπετεινάκη Ελένη,Ιδ. Συλλογή,2014
Γ.Α. Μέγα « Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας »,Αθήνα 1963
Οι 12 μήνες ,Τα λαογραφικά, Κυριακίδου – Νέστορος  Άλκη, εκδ. Μαλλιάρης Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1982
Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη, Νίκος Ψιλάκης, εκδ. Καρμάνωρ
« Πασχαλινά και της Άνοιξης»,Λουκάτος Δημήτρης, 1980
Εφημερίδα Καθημερινή

http://zhtunteanagnostes.blogspot.gr/

Δημοσιευτηκε στο Cretalive.gr http://www.cretalive.gr/opinions 

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

«Ο Πρίγκιπας Χαρταετός στο νησί του Πηγαινέλα»… ζωντάνεψε στα «Παραμύθια του Σαββάτου», στο βιβλιοπωλείο «Δοκιμάκης»!



«…Στην μέση μέση του μεγάλου ωκεανού της Φαντασίας στη Χώρα των Παραμυθιών υπήρχε ένα παράξενο νησί. Το νησί του Πηγαινέλα. Ένα νησί με τους πιο ιδιόμορφους κατοίκους ολόκληρου του κόσμου. Άνθρωποι που όλη μέρα γλένταγαν, γελούσαν , έπαιζαν και τραγουδούσαν. Και δούλευαν  μόνο όταν είχαν κέφι και διάθεση.Eκεί ήταν και το μεγάλο παλάτι του βασιλιά Γαργαλίτσα του Α΄. Γυναίκα του ήταν η πιο χαρούμενη, η πιο γελαστή ή πιο χορευταρού βασίλισσα, η Αποκριά… Είχαν γιο τους ένα παλικάρι που τα όνειρα του ήταν πέρα από τα σύννεφα και τον γαλάζιο ουρανό του νησιού. Ο πρίγκιπας Χαρταετός  ήθελε μια μέρα να φύγει πολύ μακριά  αλλά δεν είχε υπολογίσει τα σχέδια της «Βρώμικης Δευτέρας» της μάγισσας του δάσους που…»

Όλα αυτά το Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017, στις 12.00 το μεσημέρι  στο βιβλιοπωλείο «Δοκιμάκης» στα «Παραμύθια του Σαββάτου», συνέβησαν, και πολλά πολλά περισσότερα. Ένα παραμύθι της Ελένης Μπετεινάκη  με κούκλες που ζωντάνεψαν και με λέξεις που μαζεύτηκαν προσεχτικά όπως κάθε φορά από τις σκέψεις των παιδιών, και με ένα πολύχρωμο κουβάρι ξετυλίχθηκαν …

Και σαν τελείωσε κι όλα βρήκαν  το δρόμο τους, όπως γίνεται σχεδόν πάντα στα παραμύθια, τα παιδιά έφτιαξαν τους δικούς τους χαρταετούς μήπως και συναντήσουν  τον Πρίγκιπα  σε εκείνο το παράξενο νησί του Πηγαινέλα…
 
Ψέματα ή αλήθεια, έτσι είναι τα παραμύθια!

Ίσαμε το ερχόμενο Σάββατο, 4 του Μάρτη,  που η Κλαίρη Καμπάνη θα παρουσιάσει το νέο της βιβλίο: ο Δράκος Μπολ και ο βοσκός Γεώργιος σαν μια θεατρική παράσταση με ηθοποιούς τα ίδια τα παιδιά!












Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Για το όνειρο, την δύναμη της αγάπης ...



Τα παραμύθια του Σαββάτου …γράφει η Ελένη Μπετεινάκη*

Πόσο κοστίζει η αγάπη; Που μπορεί να φτάσει το όνειρο, η σκέψη, η ψυχή. Και αν όλα είναι μέσα μας κι αν η ζωή ανταμείβει μόνο τους τολμηρούς;  Ναι, όλες οι ιστορίες και τα παραμύθια το γράφουν. Όποιος τολμά νικά ακόμα και το θάνατο. Μικρά βήματα στην αρχή, μικρές οι νίκες αλλά όσο μεγαλώνουμε , αντρειεύει η ψυχή, η μπόρεση, το πάθος. Η φτώχεια γεννά « κουστούμια χαράς», η αγάπη σε όλες τις φάσεις της ζωής μεγαλουργεί, ο μύθος μπλέκει το ακατόρθωτο με την ψυχή και το  όνειρο γεννιέται εκεί στην άκρη του ουρανού,  όταν συναντιούνται όλα τα χρώματα, οι σκέψεις και η ομορφιά του να ζεις έστω και για μια στιγμή, για μια πτήση χωρίς φτερά…

Ο Αρλεκίνος, Ζωρζ  Σαρή, ( εικ. Νικόλας Ανδρικόπουλος),εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ

Είναι η  τελευταία Κυριακή της Αποκριάς κι όλοι χαρούμενοι τραγουδούν, χορεύουν και χαίρονται το καρναβάλι. Ή  σχεδόν όλοι. Ένα μικρό αγόρι κοιτάει το ξέφρενο πανηγύρι από το παράθυρο του σπιτιού του κι είναι πολύ λυπημένο. Ο πατέρας του  έχει πεθάνει, η μητέρα του ξενοδουλεύει για τον μεγαλώσει κι εκείνο δεν έχει τι να φορέσει για να κατέβει με τους φίλους του στη μεγάλη πλατεία. Κι όπως παρακολουθεί από ψηλά, ξεχωρίζει ανάμεσα σ΄όλους εκείνους τους μασκαράδες η φιγούρα μιας μικρής μπαλαρίνας…
Η  μητέρα του μην μπορώντας να τον βλέπει τόσο λυπημένο τον παίρνει  από το χέρι και τον οδηγεί στην παλιά σοφίτα. Εκεί ανάμεσα στα άχρηστα αντικείμενα , στη σκόνη και τις αράχνες ανακαλύπτει κρυμμένα μικρά πολύχρωμα κουρελάκια. Είναι αυτά που με περισσή αγάπη η κυρία Φαντασία, η μητέρα του, θα τα μεταμορφώσει σε μια πανέμορφη αποκριάτικη στολή. Την μία και  μοναδική στολή  που θα κερδίσει τις εντυπώσεις, πολλούς φίλους, και την καρδιά του μικρού κοριτσιού. Μα πάνω απ όλα  μια καλύτερη ζωή σ’ όλη την οικογένεια του μικρού μασκαρά, του μικρού Αρλεκίνου !
Ένα βιβλίο, στάση ζωής… Όλα τα συναισθήματα πλεγμένα σαν το γαϊτανάκι των αποκριών. Λύπη, απόγνωση, απογοήτευση, υπομονή, καρτερικότητα, αγάπη, εμπιστοσύνη. Θάρρος και δύναμη, ντροπή και μοναξιά αλλά και μπόλικη χαρά και ικανοποίηση όταν  τα μαγικά χέρια της Φαντασίας μεταμορφώνουν τα πάντα. Ύμνος στην μητρική αγάπη, στη μάννα, που ακούραστη πάντα, βρίσκει τρόπο να προσφέρει αγόγγυστα οτιδήποτε θα φέρει το χαμόγελο. Μια πολύ σπουδαία συγγραφέας, η Ζωρζ Σαρή, κατάφερε να μαγέψει με την ιστορία της μικρούς και μεγάλους και με την βοήθεια του μοναδικού  εικονογράφου Νικόλα Ανδρικόπουλου, τούτη η μορφή του Αρλεκίνου να χαραχτεί για πάντα στο μυαλό όλων... Ίσως η πιο χαρακτηριστική εικόνα της Απόκριας που χρόνια συντροφεύει όλες τις μέρες της χαρά ς και του κεφιού και που θα συνεχίσει  για πολλά ακόμα.
Ψάχνοντας λίγο την ιστορία συναντάμε τον Αρλεκίνο  σαν ένα πρόσωπο της  κωμωδίας  που υπηρετεί συνήθως τον Πανταλόνε, τον Ντοτόρε, αλλά και τον Καπιτάνο , ενώ κατά την εξέλιξη της Κομέντια ντελ άρτε είναι από τους βασικότερους χαρακτήρες. Έχει προγόνους του τους δούλους του Αριστοφάνη (Ξανθιά στους Βατράχους), του Πλαύτου, του Τερέντιου, τους βυζαντινούς μίμους, αλλά και τους ακροβάτες και τους θαυματοποιούς του Μεσαίωνα.Το γυναικείο ανάλογο του Αρλεκίνου, και αρκετές φορές συμπρωταγωνίστριά του επί σκηνής, είναι η Κολομπίνα.
Πρόσωπο και στη συνέχεια της κωμωδίας του 18ου αι. Ήταν ο βασικός πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές και ιταλικές κωμωδίες, σε μπαλέτα και παντομίμες. Το όνομά του προέρχεται πιθανότατα από το Αliclninο, που αναφέρει ο Δάντης στη "Θεία Κωμωδία", και το οποίο ήταν όνομα διαβόλου και γι αυτό και τον λένε  "μικρό διάβολο". Κατά την παράδοση, ο Αρλεκίνος ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ενσάρκωνε τον τύπο του πάντα πεινασμένου και ανόητου υπηρέτη, με το πολύχρωμο από τα πολλά μπαλώματα κοστούμι.

Για παιδιά από 4 χρόνων…

Οι Στυμφαλίδες  Όρνιθες, Μαρία Αγγελίδου, εικ: Ίρις Σαμαρτζή, εκδ. Μεταίχμιο

Εκείνα τα χρόνια τα πολύ παλιά από την αρχή σχεδόν του κόσμου υπήρχαν  λογιώ λογιώ πουλιά κι άλλα πετούμενα που ήταν μυριάδες. Κι  όλα τα ζώα ακόμα κι οι θεοί τα  λάτρευαν κι ήθελαν κι είχαν φτερά  να τριγυρνούν στις ερημιές και τα πέρατα του κόσμου. Εκείνον ακόμα τον καιρό τα νερά έπαιζαν το πιο σημαντικό ρόλο στη ζωή ανθρώπων, ζώων και όλων των έμψυχων πραγμάτων. Τα νερά, σαν ζωντανοί οργανισμοί,  που λέγανε παραμύθια… Η αλμύρα έλεγε ιστορίες θαυμαστές. Τα ποτάμια τις πιο τραγουδιστές και οι λίμνες τις πιο παλιές.Τα πουλιά ήθελαν τόσο πολύ να «γεύονται» όλες αυτές τις ιστορίες που ακόμα κι αυτά που δεν πατούσαν στη γη, άκουγαν τα ποιήματα της βροχής στα σύννεφα. Κι εκείνες των λασπόνερων ήταν οι πιο φωτιστικές οι …μαύρες. Εκεί σύχναζαν και τις άκουγαν τα πιο τρομακτικά πουλιά. Τέτοια ήταν κι οι Όρνιθες οι Στυμφαλίδες που ζούσαν σε εκείνη τη λίμνη που ζωή δεν υπήρχε πια, δεν άφησαν. Άρχισαν τότε  να κυνηγούν τους ανθρώπους για να χορτάσουν τη μανία και την πείνα τους.  Αφορμή έψαχνε  ο Ευρυσθέας  και αναθέτει έναν ακόμα άθλο στον Ηρακλή,  πιστεύοντας  πως ίσως, επιτέλους, να γλίτωνε οριστικά και από αυτόν. Όμως ο Ηρακλής βρήκε τρόπο να απαλλαγεί μια για πάντα ο τόπος από τα άγρια όρνια και η λίμνη να συνεχίσει να λέει τις ιστορίες της, εκείνες τις παλιές με άλλη ομορφιά πια και άλλη …ψυχή.
Γνωστός , πασίγνωστος ο πέμπτος άθλος του Ηρακλή. Όμως τούτη η γραφή  της Μαρίας Αγγελίδου για μια ακόμα φορά μας αφήνει άφωνους. Μια καινούργια ιστορία, ένα μυθολογικό παραμύθι που όμοιό του δεν έχει γραφτεί ποτέ πριν. Κι όλο αυτό γιατί έδωσε μια  άλλη διάσταση στο μύθο και στο νερό, στα ποτάμια, τις λίμνες και …τα πουλιά. Μια ποιητική και διαφορετική προσέγγιση γεμάτη απίστευτες εικόνες και φαντασία που είναι  σαν να διαβάζεις και τούτον τον άθλο πρώτη φορά. Κι είναι τυχερά τα παιδιά που θα έρθουν σε επαφή με τη μυθολογία μέσα από τέτοια κείμενα γιατί θα μάθουν πολλά και διαφορετικά πράγματα, και  θα νοιώσουν συναισθήματα πρωτόγνωρα για το νερό που κυλάει, για τις ιστορίες που λέγονται για την ίδια τη ζωή. Γεμάτη εικόνες, λόγια και λέξεις τούτη η νέα και ζωντανή ιστορία, που ανακατεύει  καλά  τα αδύνατα και παρά τις έντονες  καταστάσεις,  στο τέλος αγαλλιάζει και ημερεύει η ψυχή όπως παρηγορεί πάντα ένα καλό παραμύθι . Απίστευτο λεξιλόγιο, πλοκή και διάσταση ή σύλληψη μιας διαφορετικής εκδοχής του μύθου. Μαθαίνει, αναζητά, νοιώθει και φαντάζεται το μυαλό και η ψυχή. . Μια ιστορία που επίσης μοναδικά εικονογραφεί όπως και όλες τις προηγούμενες της Μαρίας Αγγελίδου, η Ίρις Σαμαρτζή. Απλά και ζωντανά, έντονα και πολύ ξεχωριστά σκίτσα, πλέον αναγνωρίσιμα ως προς το ύφος και τη σφραγίδα μιας πολύ σπουδαίας εικονογράφου που ξέρει να σέβεται το κείμενο και να του δίνει μια άλλη διάσταση μέσα από τα πινέλα της, ανεβάζοντας τον πήχη  της ιστορίας ακόμα πιο ψηλά.
Ένας μύθος που μπορείς να « παίξεις» μαζί του για να ανασυντάξεις τις γνώσεις σου μες από το υλικό που επιμελήθηκε η Μαρία Γονιδάκη, στο τέλος του βιβλίου.

Το μυρμήγκι και η πεταλούδα, Λουδοβίκος των Ανωγείων, εικ: Νίκος Γιαννόπουλος, εκδ. Σαββάλας

« Όταν το μυρμήγκι συνάντησε την πεταλούδα με τα ολομέταξα φτερά, η ζωή του άλλαξε για πάντα. Από την επόμενη στιγμή άρχισε να ονειρεύεται ουρανό»
Πως ακουμπά κανείς το όνειρο; Πόσο ψηλά μπορεί να σε φτάσει η αγάπη; Πόσο κουράγιο, δύναμη, και τόλμη θέλει ένα μικρό, ασήμαντο μα εργατικό μυρμήγκι να φτάσει ίσαμε  εκεί που δεν μπορεί; Κι αυτή η σκέψη που τριγυρίζει το μυαλό, εκείνο το σαράκι που τρώει την ψυχή σαν φυτρώσει ο σπόρος της αγάπης πότε ημερεύει, πότε χαίρεται, πότε σταματά να συλλογάται;  Ένα μυρμήγκι και μια πεταλούδα. Η ζωή κι ο θάνατος μπλεγμένα σαν σε όνειρο. Το πέταγμα του ενός ζωή, αλλαγή, μεταμόρφωση, κορύφωση. Το αντάμωμά του με τον άλλο, θέλημα απίθανο, ανύψωση και  μπόρεση που μόνο η ψυχή μπορεί να καταφέρει. Ο Λουδοβίκος των Ανωγείων γνωστός τραγουδοποιός  σε ιστορίες αγάπης και παρηγοριάς μέσα από τα μοιρολόγια του, γραφεί τούτη τη φορά ένα παραμύθι για παιδιά εξυμνώντας το όνειρο, την τόλμη, την ίδια τη ζωή. Την αξία που έχει η διαδρομή της σαν ακλουθεί βήματα αργά, σταθερά και σίγουρα κι έρθει μια στιγμή που όλα θα αλλάξουν. Μια στιγμή που συναντάς το ταίρι σου ίσως, την ψυχή σου, τη δύναμη που δεν ήξερες πως είχες μέσα σου και θες να κατακτήσεις και να καταφέρεις τα πάντα. Που η σκέψη μεγαλουργεί και ξεπερνά κάθε όριο που έχεις βάλει στη ζωή σου και θες να φτάσεις  άπιαστο, το ακατόρθωτο, το πιο απίθανο.
Μια πτήση χωρίς φτερά. Με το μυαλό, το σώμα, τη δύναμη της αγάπης. Που λες αξίζει μια τόση δα στιγμή στη ζωή που θα σημαίνει για σένα τα πάντα. Θα σημαίνει πως γεύτηκες, είδες, ένοιωσες τα πιο θαυμαστά του κόσμου, τα πιο θαρραλέα, τα πιο δύσκολα. Σκέψεις και συναισθήματα που γεννά ο έρωτας, η αγάπη και η επιθυμία προς το άγνωστο, το μη λογικό, το άπιαστο. Πόσο αξίζει μια ζωή χωρίς εξάρσεις, δοκιμές και ας είναι μοιραίες, λάθη και  όνειρα; Τι μένει στο τέλος , τι  αναζητάς, τι γεύτηκες αν δεν  βγάλουν φτερά τα όνειρα να σε απογειώσουν κι εσένα;
Αλληγορικό, ποιητικό και υπέροχο τούτο το παραμύθι. Γεμάτο  ελπίδα και ζωή και ας θέλει τα τολμήματα του, τα μεγάλα του βήματα να είναι μοιραία. Σκέψεις, προβληματισμοί και γενναίες  πράξεις. Ουσία και δύναμη για μια ζωή που λες …άξιζε το πέρασμα της!
Μια ιστορία για παιδιά και όχι μόνο που εικονογραφεί ο Νίκος Γιαννόπουλος με έντονο χρωματισμό, ονειρικό και απόλυτα ταιριαστό.
Μια ιστορία που απολαμβάνουν τα παιδιά και με την φωνή και με τη μουσική του Λουδοβίκου κι αν τα ρωτήσεις τι τους μένει από τούτη την υπέροχη αφήγηση θα σου πουν:

«…Μιλεί για το Θεό, για την ψυχή, για την αγάπη. Μας λέει πως γεννιούνται οι πεταλούδες.  Μας μαθαίνει πώς να βγάζουνε φτερά οι σκέψεις μας, μας κάνει να ονειρευόμαστε.
Κι όπως είπε ο πιο μικρός στην τάξη μας …μας μαθαίνει να σκαρφαλώνουμε πολύ ψηλά, να ακουμπάμε τον ουρανό.
Ρώτησα τότε τα παιδιά πως ακουμπά κανείς τον ουρανό;
Κι απάντηση όπως πάντα αφοπλιστική… Με την σκάλα της  σκέψης, κυρία, και με πολλές καρδιές τη μια πάνω στην άλλη!..»


*Η Ελένη Μπετεινάκη είναι νηπιαγωγός