Το παραμύθι της βροχής

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Μια βόλτα στην ιστορία …ίσαμε τον Άγιο Τίτο…25 Αυγούστου 2015!



Της Ελένης Μπετεινάκη

Σας το έχω πει κι άλλες  φορές, πως κάποιες μέρες  παίρνω το ποδήλατό μου και τριγυρνώ στην πόλη, το ξημέρωμα… Είναι η πιο ήσυχη ώρα, η πιο γλυκιά. Καλημερίζω τον ήλιο , τον Κούλε, τον  Άρχοντα κι ακοίμητο φρουρό του Μεγάλου Κάστρου και ύστερα ανηφορίζω τον πιο «μεγάλο» δρόμο, τον πιο πολυσύχναστο, τον πιο βασανισμένο. Την οδό Πλάνης ή με το σύγχρονο όνομά του… την 25ης Αυγούστου.
 Έτσι και σήμερα, μέρα μνήμης, μέρα γιορτής… Κι ανέβαινα σιγά σιγά, σχεδόν ακροπατώντας. Φοβόμουν μην και πατήσω κάποιο σημείο που είχε …αίμα, μην και υπήρχε μια τόση δα σπίθα και ανάψει πάλι εκείνη η φοβερή φωτιά που ρήμαξε τόσα μαγαζιά, σπίτια, τόσους ανθρώπους. Ένοιωθα στον αέρα το θόρυβο που έκανε η άγρια σπάθα των Βασιβουζούκων σαν ακουμπούσε την ανθρώπινη σάρκα, την κραυγή, τον πόνο… Έκλεισα τα μάτια, γύρισα το κεφάλι να δω και να αφουγκραστώ, κι ύστερα έριξα το βλέμμα μου προς τη θάλασσα.

 Όλα ήταν ήσυχα… μόνο οι θύμησες  ανακάτευαν το μυαλό και την ψυχή…

25 Αυγούστου

Χμ ! Τι να πει και τι να πρωτογράψει κάποιος για αυτήν την ημερομηνία. Λες κι ο ίδιος ο Θεός τα κανόνισε έτσι ώστε ΠΟΤΕ κανείς να μην ξεχάσει… Να μην ξεχάσει την άδικη και ανελέητη σφαγή τόσων ανθρώπων στον πιο κεντρικό δρόμο του Μεγάλου Κάστρου μας. Τόσος πόνος, τόση αδικία, τόσο αίμα και τόση μανία για εκδίκηση … Και την ίδια στιγμή μια μεγάλη γιορτή. Ενός Άγιου που δεσπόζει στον τόπο για πάνω από 1200 χρόνια…
Σταμάτησα μπροστά στο πιο όμορφο κτίσμα του Ηράκλειου. Στην εκκλησιά του αγίου Τίτου με την ομώνυμη πλατεία. Κοίταξα προς τη θάλασσα για μια ακόμα φορά…

-Λες, είπα, αυτό να ΄ναι , εκεί στον ορίζοντα που ξεμακραίνει;
Εκείνο το πλοίο που τα πήρε όλα
Την άγια κάρα, την εικόνα σου Παναγιά μου, Μεσοπαντίτισσα, ξενιτεμένη μας…

Μαύρα πανιά μου φάνηκε πως ανέμιζαν, κι ας μην ήταν πειρατικό το πλοίο. Έφευγαν όλα, τα έσωζε, τα ξεμάκραινε, εκείνη την  φοβερή μέρα στα 1669…
Προχώρησα αργά, θαυμάζοντας για μια ακόμα φορά το κτίσμα, την επιβλητικότητα, την μεγάλη πλατεία που είναι  τόσο αλλιώτικη τούτη την ώρα…
Κάθισα κάτω από τον μοναδικό πλάτανο για λίγο… Κοίταξα ψηλά τον πανέμορφο τρούλο, τα χρωματιστά παράθυρα, κι ύστερα με περισυλλογή και θύμησες ανέβηκα τα σκαλοπάτια!
Δυο μεγάλες εκκλησίες έχει η πόλη μας. Δυο μεγάλοι άγιοι την προστατεύουν πάντα. Δύο άγρυπνοι φρουροί , ο Ένας με τα άλογό του κι ο άλλος με την σωφροσύνη και την ψυχή του την παρακολουθούν να χάνεται, να διαλύεται, να σηκώνεται, να ξαναγεννιέται από τις στάχτες της και να στέκει με το κεφάλι ψηλά, σαν γυναίκα, που όσο και να την πληγώνουν εκείνη αντιστέκεται, πεισμώνει και προχωρά. Μόνο κάποιες φορές, λίγες, λυγίζει, σηκώνει τα χέρια ψηλά, παρακαλεί για τα παιδιά της.  Πόλεμοι, λοιμοί, πανούκλες, γενεές και γενεές Σαρακηνών -Αράβων, Βυζαντινών,  Βενετών, Τούρκων , Ιταλών και Γερμανών, όσα κι αν της στέρησαν, αυτή άντεξε. Κι η Πίστη άντεξε, κι η ψυχή της κι οι συνήθειες, οι παραδόσεις   και τα έθιμα στο χρόνο. Άγιος Μήνας και Άγιος Τίτος. Ο πρώτος τιμάται χειμωνιάτικα και ο δεύτερος καλοκαιριάτικα, μια μέρα που είναι ίσως από τις πιο δραματικές ,από τις πιο αλησμόνητες για τούτη την πολύπαθη πόλη…

Κι άρχισε εκείνο το κουβάρι της ιστορίας να ξετυλίγεται σιγά σιγά…

961 μ. Χ. Ο Νικηφόρος  Φωκάς ξεριζώνει τους Άραβες από το νησί της Κρήτης, ενισχύει το χριστιανικό στοιχείο παντού  και αντί να επιστρέψει στην κατεστραμμένη και ερειπωμένη Γόρτυνα, κάνει πρωτεύουσα τον Χάνδακα. Η ίδια η Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης ορίζει στην πόλη, την έδρα του Μητροπολίτη Κρήτης. Το ίδιο περίπου διάστημα κτίζεται ο νέος ναός του Αποστόλου Τίτου, στο ίδιο ακριβώς σημείο που βρίσκεται και σήμερα και χωρίς να έχουμε την ακριβή ημερομηνία κτίσης ή αποπεράτωσης του. Σε όλη τη διάρκεια της Β’ Βυζαντινής περιόδου , ο ναός διατηρείται σαν μητρόπολη της Κρήτης και σ΄ αυτόν φυλάσσονται πια όλα τα κειμήλια που διασώθηκαν από την καταστροφή του ναού της Γόρτυνας. Στα 1210, όταν οι Ενετοί καταλαμβάνουν οριστικά την Κρήτη και φέρνουν τις δικές τους θρησκευτικές έδρες στο νησί, στον ναό του Αγίου Τίτου του Χάνδακα εγκαθίσταται πλέον Λατίνος αρχιεπίσκοπος. Οι νέοι κατακτητές του νησιού και της πόλης, θέλοντας να φαίνονται πως συνεχίζουν τις παραδόσεις των Ορθοδόξων χριστιανών, διατηρήσαν όλα τα ιερά κειμήλια ως είχαν και επέτρεψαν στον Ορθόδοξο κλήρο να λειτουργεί  εκεί, με το δικό του δόγμα, ορισμένες ημέρες την εβδομάδα. . Μάλιστα παραδέχθηκαν τον Άγιο Τίτο σαν προστάτη του Βασιλείου της Κρήτης και τον γιόρταζαν την ημέρα της εορτής του με λιτές δοξολογίες στον Άγιο Μάρκο και μαζί με τον ορθόδοξο μητροπολίτη, έπαιρναν μέρος σε λιτανεία που είχε αρχή και τέλος της τον Ναό. Πολλές γραπτές μαρτυρίες, μάλιστα, αναφέρουν πως στην αυλή του αγίου Τίτου ετάφησαν πολλοί Αρχιεπίσκοποι και Δούκες της Κρήτης και ίσως να προϋπήρχαν και αρκετοί ορθόδοξοι καπεταναίοι και μητροπολίτες.
Στα 1446 μ. Χ. και ενώ οι Ενετοί βρίσκονται εδώ περίπου δυο αιώνες, ο ναός ανακαινίζεται από τον αρχιεπίσκοπο Φαντίνο Δανδόλο και στον μεγάλο βωμό του τοποθετείται  η Κάρα του αγίου Τίτου καθώς και τα λείψανα του αγίου Στεφάνου, του αγίου Μαρτίνου και της αγίας Φωτεινής. Αναφέρουν επίσης οι γραφές πως αυτήν την περίοδο, ο ναός, ήταν μεγαλοπρεπής και θαυμαστός για  τους πολλούς και μαρμάρινους κίονές του. Λένε ακόμη πως  στον περίβολό του υπήρχαν τάφοι επιφανών ανθρώπων διακοσμημένοι  με αψίδες, βωμούς και άλλες  κατασκευές. Θεωρούνταν στολίδι της Κρήτης ολόκληρης.
Στα 1508 στον μεγάλο σεισμό , δημιουργούνται αρκετές  ζημιές και  μερικά  χρόνια αργότερα στα 1544 ξεσπά μια μεγάλη πυρκαγιά προκαλώντας τρομερή καταστροφή. Τα μόνα πράγματα που σώθηκαν ήταν τα ιερά κειμήλια. Δεκατρία χρόνια αργότερα οι πηγές αναφέρουν πως ο ναός ανακαινίστηκε πλήρως.
Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για την οριστική μορφή που είχε ο ναός  κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας .Το σίγουρο ήταν πως είχε το σχήμα της Βασιλικής, τετράγωνο με τρούλους στη μέση και με δυο παράλληλες σειρές από κίονες χωρίζοντας την εκκλησία σε τρία κλίτη. Σώζεται ένα σχέδιο του Γεωργίου Κλώντζα που δείχνει πως στην δυτική του πρόσοψη είχε τρεις πόρτες.
Ο Τζουάνες  Παπαδόπουλος πάλι στις δικές του γραφές  λέει πως ο ναός του  Αγίου Τίτου ήταν ένα πολύ παλιό και σκοτεινό οικοδόμημα με λίγα αλτάρια και όχι πολύ καλά διακοσμημένα. Επίσης υπήρχε και εκκλησιαστικό όργανο και απασχολούνταν ένας άνθρωπος να το παίζει  και το καμπαναριό ήταν τόσο μεγάλο που είχαν φτιάξει μια ψηλή κωνική στέγη με καλές καμπάνες. Αναφέρει επίσης πως είχε δώδεκα ιερείς , έναν βικάριο και αρκετούς  άλλους ,που ζούσαν φτωχικά με πολύ μικρά εισοδήματα. Γίνεται αναφορά και στην εικόνα της παναγίας της Μεσοπαντίτισσας και μάλιστα γράφει πως «… κάθε Τρίτη την λειτάνευαν τοποθετημένη μόνη της μέσα σε θήκη και τη συνόδευαν έξι παπάδες ορθόδοξοι με τον  πρωτοπαππά, δηλαδή τον ανώτερο ιερέα τους, πηγαίνοντας την εκείνη την ημέρα σε διάφορες ορθόδοξες εκκλησίες , σε κάθε μια έκαναν από μια λειτουργία, από εκείνες που παράγγελναν κάποιοι από τάμα ή ευλάβεια, πληρώνοντας συνήθως ένα τσεκίνι τη μια, που μέρος του μοιραζόταν στους κανονικούς του καθεδρικού ναού, παρόλο που δεν συμμετείχαν σ΄αυτές τις λειτουργίες και τελετές...»*
Και λίγο πιο κάτω  γράφει πως μέσα σε τούτο τον ναό του αγίου Τίτου που θεωρούνταν καθεδρικός,  φυλασσόταν ακόμα και «…το θαυματουργό αίμα , που το έβαζαν κάθε Μεγάλη Πέμπτη την ώρα του Ave Maria πάνω σε μια εξέδρα που έστηναν στη μέση της κεντρικής εισόδου και ευλογούσαν το λαό, που μαζευόταν εκείνη την ώρα πλήθος και με μεγάλη ευλάβεια. Αυτό συνεχίστηκε μέσα στις κακουχίες του πολέμου και της πολιορκίας ως την τελική επίθεση του Μεγάλου Βεζύρη, οπότε το λιτάνευαν την ώρα του βραδινού Ave Maria πάνω στα τείχη …»*
Πήρα μια βαθιά ανάσα …τόσες θύμησες πάλι, ταράχτηκα. Κοίταξα γύρω και πάνω ψηλά στο γυναικωνίτη και στα υπέροχα παράθυρα που έχουν διακοσμηθεί με την τέχνη του βιτρό. Είχε ανέβει πια ο ήλιος ένα δύο καντάρια και το φως έμπαινε από παντού. Ώρα ήταν να ξεκινήσει και η πρωινή λειτουργία …τα πρώτα κεριά έκαιγαν ήδη. Μπήκα ξανά στον κόσμο μου…να σκεφτώ, να θυμηθώ …την πιο δύσκολη περίοδο, εκείνη που πια οι Τούρκοι αφέντευαν τον Χάνδακα… Ερημωμένος  ήταν, μόλις είχαν φύγει οι  Ενετοί…Η Ruga Maistra όπως έλεγαν εκείνοι τον μεγάλο δρόμο του λιμανιού, είχε μόνο ερείπια, σωρούς από πέτρες, χόρτα,  μυρωδιά θανατικού και εγκατάλειψης… Όλα μας τα πολύτιμα είχαν μεταφερθεί στην Βενετιά. Η Αγία Κάρα που έβλεπα πια εδώ, μπροστά μου, τότε βρήκε καταφύγιο στον Ναό του Αγίου Μάρκου.Αν  κάποιος μπορούσε να γυρίσει  το χρόνο πίσω, θα βλέπε πως και τότε οι πιστοί  μαζεύονταν στην μεγάλη Βενετσιάνικη εκκλησιά, μέρα σαν την σημερινή,  να προσκυνούσαν τούτο το ιερό κειμήλιο. Σαν σήμερα κι έχουν   περάσει 346 χρόνια περίπου…
Κι έτσι άρχισε μια νέα μακροχρόνια περίοδο και πορεία για τούτο το μεγαλόπρεπο κτίσμα. Οι Τούρκοι, από τις πρώτες τους έννοιες ήταν να μετατρέψουν όσες εκκλησίες σώζονταν σε τζαμιά και το Άγιος Τίτος έγινε Τέμενος αφιερωμένο στον Φαζήλ Αχμέτ Κιοπρουλή που πια αποκαλούνταν Βεζίρ Τζαμί.  Περασαν δύο αιώνες, και φτάσαμε στον  μεγάλο σεισμό του 1856, που όλα έγιναν πέτρες …
Αμέσως σχεδόν άρχισε να ξαναφτιάχνεται από τα θεμέλια. Ο Αθανάσιος Μούσης, αρχιτέκτονας, γνωστός από την ανοικοδόμηση του αγίου Μηνά, ανέλαβε και τούτη την εκκλησία.  Έτσι το 1869 ο νέος ναός είχε πια τελειώσει και το αποτέλεσμα ήταν μάλλον εκπληκτικό για την εποχή. Γράφει χαρακτηριστικά ο Στέφανος Ξανθουδίδης στα ιστορικά του σημειώματα  : «…Το σχέδιον του νέου Τζαμίου φαίνεται, ότι είχεν εκπονηθή εν Κων)πόλει υπό δεξιού αρχιτέκτονος, αντιγραφέν  πιθανώς εκ τίνος των πολυάριθμων τεμενών ή εκκλησιών της Κων)πόλεως. Ο ρυθμός του οικοδομήματος είναι κατά την κύριαν ιδέαν και μάλιστα την εσωτερικήν διάταξιν Βυζαντινός, μετά λεπτομερειών όμως έξωθεν αραβικού ρυθμού. Η κάτοψις αυτού είνε εν μέγα τετράγωνον κορυφούμενον και σεγαζόμενον υπό ημισφαιρικού εν τω μέσω τρούλλου παλαιού Βυζαντινού ρυθμού, βασταζομένου υπό τεσσάρων υψηλών κιόνων. Ολόκληρον το οικοδόμημα είνε εκτισμένον  δια ξεστών πώρων λίθων. Τα πολλά παράθυρα του οικοδομήματος εις δύο αλλεπάλληλους σειράς, τα οποία, ένεκα των καμπυλών και τοξοτών περιγραμμάτων, δίδουσιν εις το κτίσμα Αραβικήν όψιν, παρέχουσιν άπλετον φως εις το εσωτερικόν του οικοδομήματος, η δε λαγαρότης και ελαφρότης των κιόνων και των στύλων, των υποβασταζόντων τον τρούλον και την στέγην, προδίδουσιν ελαφρότητα και ζωηρότητα μεγάλην, αι οποίαι συνδυαζόμεναι με την απέριττον κομψότητα των εξωτερικών γραμμών απετέλεσαν το χαριέν αυτό αρχιτεκτονικόν καλλιτέχνημα. Βεβαίως δεν υπάρχει εν τη νήσω άλλο νεωτέρας εποχής οικοδόμημα ωραιότερον και χαριέστερον… ».**
Στη συνέχεια οι πληροφορίες ήταν ελάχιστες. Αναφέρονται σε διάφορες πηγές πως καθόλην τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στην πόλη, στον προαύλιο χώρο θάφτηκαν επιφανής Τούρκοι Αγάδες, όπως για παράδειγμα ο Χασάν Πασάς, περίπου στα 1823 που θεωρούνταν  από τους πιο αιμοσταγής πασάδες της Κρήτης ,με ανελέητες καταστροφές στο Λασίθι και ιδιαίτερα στη Μίλατο.
Στα 1913 οι Τούρκοι έχουν φύγει οριστικά από την Κρήτη και στην ανταλλαγή πληθυσμών που έγινε στα 1925 ο ναός περνά πια οριστικά στα χέρια και την δικαιοδοσία μόνο των Ορθόδοξων Χριστιανών, ύστερα από 700 και πλέον χρόνια . Η τελετή που γίνεται στις 3 Μαΐου του 1925 στα εγκαίνια του ναού, συγκεντρώνει απίστευτο κόσμο. Συγκίνηση και ενθουσιασμός επικρατεί στο πλήθος που πλέον η εκκλησία  αφιερώνεται στον Άγιο Τίτο από εκείνη την ημέρα. Την ίδια περίοδο κατεδαφίζεται και ο μιναρές του.
Το 1930 έγινε η εικονογράφηση του Ναού από τον αυτοδίδακτο Καστρινό ζωγράφο Ευάγγελο Μαρκογιαννάκη.  Έργα του φυλάσσονται σήμερα στο παρεκκλήσι του αγίου Τίτου, μέσα στον Ναό και στον γυναικωνίτη.
Την περίοδο της Γερμανικής κατοχής τα στοιχεία για την κατάσταση ή την τύχη του ναού είναι λιγοστά. Όπως αναφέρει με προφορική μαρτυρία του ο εφημέριος Εμμανουήλ Ασκιανάκης,η εκκλησία λειτουργούσε κανονικά  στην πόλη τη διάρκεια που βρίσκονταν οι Γερμανοί εδώ και ίσως κάποιο διάστημα να έγινε  αποθηκευτικός χώρος φύλαξης σιτηρών. Μάλιστα, ο ίδιος αναφέρει ένα περιστατικό που θυμάται, σχετικά με αυτό το γεγονός. Λίγο παρακάτω επί της οδού του αγίου Τίτου διέμενε η οικογένεια Κονιωτάκη και προκειμένου να συντηρηθεί τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, ένας  από τους γιούς τους κατέβαινε από ένα φεγγίτη με σχοινί που το κρατούσε η ίδια του η μάννα,  κι έβαζε στις τσέπες  των παντελονιών  του χούφτες από σιτάρι, να το φέρει στο σπίτι τους για βρώση …
Και φτάνουμε στην πιο πολυπόθητη μέρα και ιστορική που ξημέρωσε ποτέ για την μεγάλη Χριστιανική εκκλησία του Ηράκλειου πια , την 15η Μαΐου 1966. Είναι η μέρα που το λιμάνι, η 25η Αυγούστου θα γεμίσει με χιλιάδες ανθρώπους. Αντιπρόσωποι της Κυβέρνησης, κληρικοί, μοναχοί, και απλός λαός  θα υποδεχτεί την κάρα του Αποστόλου Τίτου ύστερα από 297 περίπου χρόνια .Επιστροφή στην πατρίδα, στη γενέθλιο γη.  Λένε πως έριχναν παντού ροδοπέταλα και άλλα λουλούδια της κρητικής γης, σε όλο το δρόμο από τι λιμάνι, την 25η Αυγούστου και την μέχρι την είσοδο του Ναού, για να υποδεχτούν  ένα σύμβολο, ένα ιερό κειμήλιο που μόνο δάκρυα χαράς θα μπορούσε να φέρει στα μάτια όλων των ανθρώπων που βρίσκονταν εκεί. Επίσημοι προσκεκλημένοι ο  αντιπρόσωπος του Πατριάρχου της Βενετίας, Επίσκοπος Ιωάννης Ολιβότι, που την παρέδωσε  στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Ευγένιο.
Λένε επίσης πως στο λόγο του, που αναφώνησε με πολλή μεγάλη συγκίνηση ανέφερε περίπου τα παρακάτω: «Αυτός ο λαμπρός εορτασμός του κρητικού λαού θα μετριάσει τη θλίψη των ενετών για τη στέρηση του τιμίου λειψάνου, το οποίο επί τρεις αιώνες ήτο αντικείμενο ευλαβούς αγάπης. Δε θα λησμονήσω ποτέ αυτές τις στιγμές της θριαμβευτικής επιστροφής της Τιμίας Κάρας του Αγίου Τίτου, αγαπητού μαθητή του Αποστόλου Παύλου και πρώτου Επισκόπου Κρήτης». Ο  Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος, πρωτοστάτης της μεγάλης επιστροφής , είπε μεταξύ των άλλων: «Οποία χαρά σήμερον εν ουρανώ και επί γης. Οποία χαρά δια τας μακαρίας ψυχάς των αοιδίμων προκατόχων ημών, των άλλων αρχιερέων της Κρήτης και δι’ όλην την θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν του Χριστού. Οποία χαρά και δι’ ημάς, οι οποίοι έχομεν το ιδιαίτερο προνόμιο και ευτύχημα να υποδεχώμεθα σήμερον το τιμιώτατον λείψανον του πρωτοθρόνου Επισκόπου ημών, επί παρουσία τόσων τιμίων εκπροσώπων των εκκλησιών ημών, ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών, και τοσαύτης συρροής κλήρου και λαού και να έχωμεν εις το εξής το τιμώτατο τούτο λείψανο εν μέσω ημών».
Κτύπησαν οι καμπάνες… Συνήλθα από τις σκέψεις και τις θύμησες. Βγήκα έξω στο προαύλιο, θέλοντας να ανασάνω λίγο καθαρό αέρα, της θάλασσας που ανέβαζε η πρωινή δροσιά. Πήρα το ποδήλατό μου κοιτώντας φευγαλέα το σεμνό πέτρινο μνημείο στην δεξιά πλευρά του ναού : «…Εις μνήμην των Υπερ Πίστεως και Πατρίδος  Σφαγιασθέντων Χριστιανών την 25η Αυγούστου 1898…».

Βαθύς αναστεναγμός ξέφυγε, κούνησα το κεφάλι κάμποσες φορές. Κοίταζα τους ανθρώπους που κατέφθαναν στην εκκλησία. Σε λίγο θα άρχιζαν μουσικές, λιτανεία, πομπή με όλους τους επισήμους και τον απλό λαό. Δεν είπα τίποτα,  θέλησα να βρεθώ εκεί στη μέση του πεζόδρομου και να κατηφορίσω στο λιμάνι, στα ερείπια της Πύλης του Μόλου, τα Νεώρια και την πλατεία των 18 άγγλων. Κατέβηκα από το ποδήλατο, προσέχοντας ακόμα μια φορά, που πατούσα και πως. Η θάλασσα ήταν ακόμα ήρεμη , κι ο Κούλες απέναντι συνέχιζε να κοιτάζει σιωπηλός.

« -Αχ , Άρχοντα,  πόσα έχουν δει τα μάτια σου; Πόσα πράγματα έχει νοιώσει η ψυχή σου. Κι όμως αντέχεις πάντα. Υπομονετικός, σιωπηλός, περήφανος, όπως ταιριάζει σε κάθε Κρητικό άντρα. Πως άντεξες κι εκείνη την ημέρα, εκείνης της ανελέητης σφαγής ;» τον ρώτησα.

Ένας γλάρος  ήρθε κοντά  μου, παραξενεύτηκα  που βγήκε τόσο πολύ στη στεριά, σαν κάτι να έψαχνε, σαν κάτι να θελε… Κι ύστερα κατευθύνθηκε στο Φρούριο της Θάλασσας. Τον είδα να πετάει ψηλά, να χάνεται σαν μικρή τελεία στον ουρανό,  ίσαμε που ακούμπησε πάνω ψηλά σε μια από τις επάλξεις του Κάστρου … Ίσως και να του μετέφερε τις σκέψεις μου, ποιος ξέρει; Ποιος νοιάζεται; 

25 Αυγούστου σήμερα… 

Μέρα γιορτής, θλίψης και θύμησης  για την οδό 25ης Αυγούστου !

Για τη μεγάλη σφαγή των Χριστιανών της 25ης Αυγούστου 1898 δείτε εδώ: (….)

Η Ελένη Μπετεινάκη είναι εκπαιδευτικός  

ΠΗΓΕΣ:
**Ο ναός του αγίου Τίτου, ιστορικά σημειώματα, Στέφανου Ξανθουδίδου, έκδοσις Β΄, 1974
Νέα Eφημερίς, 3 Μαΐου 1925
Το Ηράκλειο στο πέρασμα των Αιώνων, Στεργ.Σπανάκη, Δήμος Ηρακλείου, 1990
Το Ηράκλειο και η Νομαρχία του, Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Ηρακλείου, 2005
*Στον καιρό της σχόλης, Τζουάνες Παπαδόπουλος, ΠΕΚ
Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου
Η Κρήτη των καλλιτεχνών, Ντενίζ – Χλόη Αλεβίζου , εκδ. Δοκιμάκης
Προσωπικές μαρτυρίες Εφημέριου Αγ.Τίτου,Εμμανουήλ Ασκιανάκη
Υπήρχε μια πόλη το Μεγάλο Κάστρο, Λιάνα Σταρίδα, εκδ. ΄Ιτανος

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ στις 24 Αυγούστου 2015 : http://www.patris.gr/articles
Και στο cretalive.gr στις  25 Αυγούστου 2015 :http://www.cretalive.gr/history

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου