Το παραμύθι της βροχής

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Οι Κρήτες στον Αγώνα, Ο λοχίας Μπετεινάκης στο Μπιζάνι, Φεβρουάριος 1913.





Ο Λοχίας Μπετεινάκης στο Μπιζάνι

( από το βιβλίο του Γ. Μαράντη, οι Κρήτες στον Αγώνα, εκδ. Ηλία Διαλυνά , Ηράκλειον 1915)

            Ένα πρωί παρετηρήθη κάποια εξαιρετική κίνησις στας προφυλακάς των Κρητικών Λόχων.Και μαζί κάποια διάδοσις σαν αστραπή μετεδίδετο πως το πυροβολικό και οι γραμμές είχαν διαταχθη να παύσουν το πυρ, και πραγματικώς σε λίγο δεν ακούετο κανένας πυροβολισμός ούτε καμμιά τουφεκιά. Η σάλπιγγες αντήχησαν από την μίαν άκρη ως την άλλη της γραμμής τη διαταγή να παύση το πυρ. Οι Τούρκοι όμως εξηκολούθουν να βάλλουν.
            Κάμποσοι ανώτεροι αξιωματικοί εσχημάτισαν ένα κύκλο και παρέδιδαν ένα έγγραφο τυλιγμένο σε μια εφημερίδα και δεμένο με μαύρη κλωστή , σε κάποιο λοχία με τη διαταγή αφού πάρει ένα σαλπιγκτή, δύο στρατιώτες και μια λευκή σημαία να το πάη στο Μπιζάνι, να το παραδώση στον πρώτο αξιωματικό της εκεί φρουράς και να γυρίση.
            Ο λοχίας εις τον οποίον έπεσεν ο κλήρος να πατήση πρώτος τα χώματα του Μπιζανίου του μέρους εκείνου που τόσαι δεκάδες χιλιάδων Ελληνικών ψυχών με τόση λαχτάρα επερίμεναν τόσον καιρόν τωρα να κάμουν το ίδιο, ηταν ο Αντώνιος Μπετεινάκης από το ηρωϊκό χωριό της Κρήτης – Αρχάνες. Ενας τύπος λεβέντη σταρτιωτικού που τον διέκρινε μια απεριόριστη πειθαρχία και φιλοπατρία.
-Γεια σου Αντώνη που θα πάρης μοναχός σου το Μπιζάνι, του φώναξαν οι φίλοι του.
Γεμάτος από χαρά και υπερηφάνεια επήρε το έγγραφον και εφώναξε δύο στρατιώτες και έναν σαλπιγκτή ύψωσε ένα λευκό μανδήλι και επερίμενε.Ειχε διαταχθή να μη ξεκινήση αν δεν σιωήση τα πυρά του και ο εχθρός. Οι Τούρκοι όμως αν και έβλεπαν τη λευκή σημαία εξηκολούθουν να βάλουν. Αφού επερίμενε λίγη ώραν γεμάτος από ανυπομονησία ξεκινά υπό βροχήν σφαιρών αφίνοντας πίσω τους άλλους .Σε λίγο ακούσθησαν σφυρίγματα ,φωνές ,σάλπιγγες και προς το μέρος των Τουρκικών προφυλακών και τα πυρά αποτόμως έπαυσαν.Ετρεξαν τότε και οι άλλοι και μαζί επροχωρούσαν τώρα με τη λευκή σημάια και με τα σαλπίσματα του σαλπιγκτού μας.
            Ενας σκοπός κρυμμένος πίσω από ένα πρόχωμα τους διατάσσει να καταθέσουν τα όπλα και ένας « τσαούχης » ερωτά το λοχία Ελληνιστί με Αλβανική προφορά : τι θέλει.  Ο Λοχίας του είπε τας διαταγάς που είχε.
            Εκείνη τη στιγμή επετάχθησαν έξω από τα πρόχωματά των οι Τούρκοι στρατιώται, φάσματα ανθρώπων κατεσκληκώτων από την πέινα και τες κακουχίες καταβεβλημένοι, και εξήντλημένοι σε απίστευτο βαθμό.
            Εσηκώθησαν όλοι επάνω και με εκφραστικόταες χειρονομίες έδειχναν τη χαρ΄τους προς τους στρατιώτας μας τους οποίους έβλεπαν σαν αγγέλους που τους έφερναν το τέλος της αφορήτου αυτής καταστέσεως – γιατί ενόμιζαν ότι θα τους ανήγγελον την υπογραφήν της ειρήνης.
-          Καλά χαμπάρια ε! εφώναζαν μερικοί που ήξεραν λίγα Ελληνικά.
Ο « τσαούχης » ετυφλωσε τον λοχίαν – είναι διατύπωσις διεθνής για τυς κήρυκας – μ΄ ένα μανδήλι ακάθαρτο και με ελιγμούς τον ωδήγησε σε κάποια σκηνή αξιωματικών της οποίας η θύρα εκλίσθη αμέσως .- Εκεί του έλυσαν τα μάτια και τον ηρώτησαν για το σκοπό της αφίξεώς του.
-          Εχω διαταγήν να παραδώσω το ΄γγραφον αυτό εις ένα των αξιωματι΄κων της φρουράς του Μπιζανίου και να επιστρέψω.
-          Μήπως θέλετε να μεταβήτε ο ίδιος στα Γιάννενα και να το παραδώσετε στον Εσσάτ πασσά; Τον ηρώτησε ΄νας ωραίος αξιωματικός με πολλήν ευγένειαν.
-          Α ! όχι! Δεν έχω τοιαύτην διαταγήν, - αρκέι να μου υπογράψητε μιαν απόδειξιν παραλαβής του εγγράφου και η αποστολή μου ετελείωσε.
Εν τω μεταξύ η σκηνή είχε γεμίσει από αξιωματικούς και μαζί των μπήκε και κάποιος με πολιτικά – εφαινότανε σαν ανταποκριτής εφημερίδος.
Ο λοχίας αφού εκάθισε κάτω σε ένα κρεβββάτι ευρήκε την ευκαιρία να ψαξη μια σιτοδόχη που ήταν πίσω του. Ηταν αδεινή και μοναχά ένα ξεροκόμματο « μπομπότας» ευρήκε: « Πεινούν κ ΄οι αξιωματικοί » εσκέφθη.
-Παρακαλώ περιμένετε λίγ να τηλεφωνήσωμε στον Εσσατ Πασσά , είπε προς τον λοχίαν ο ίδιος αξιωματικός που περέλαβε το έγγραφο και μετέβη εις το τηλέφωνον.
- Πολύ ευχαρίστως είπεν ο λοχίας , ο οποίος εκάθητο τώρα πάνω στο κρεββάτι περικυκλωμένος από τους Τούρκους αξιωματικούς οι οποίοι εφρόντισαν να του προσφέρουν καφέ και να αρχίσουν τη συνομιλίαν.
-Πως τα περνάτε με το κρύο; Τον ηρώτησαν.
-Ναι αλήθεια στην Ηπειρο κάνει πολύ κρύο.
-Από πού είστε;
-Από την Κρήτη- Είμεθα πολλοι Κρητικοί εδώ πέρα.
            Εδώ μπροστά όλο το μέρος αυτό της γραμμής είναι Κρητικοί.
-Σας ξέρουμε εσάς τους Κρητικούς πως είσθε παληκάρια.μα πότε κάμετε και στρατό στην Κρήτη;
Ο με τα πολιτικά τότε – ανταποκριτής – είπε:
-          Α! μα στην Κρήτη από τα 1907 πιάνουν στρατό.
-          Είναι πολύς ο Ελληνικός στρατός εδώ;
-Περισσότερος από 100 χιλιάδες είναι τώρα, μακάθε μέρα φτάνει κι άλλος
γιατί ξέρετε ότι στη  Μακεδονία ο στρατός μας ετελείωσε τας επιχειρήσεις του και τωρα μεταφέρεται εδώ.
-          Είναι αλήθεια πως σας βοθλιάξαμε τον « Αβέρωφ»;
-Ποιο « Αβέρωφ»; Δεν ρωτατε τα χάλια του « Βαρβαρόσσα » σας; Ο « Αβέρωφ » ζη καιβασιλεύει.Δεν τόξερα πως θα ρχομουνα να σας κρατώ μια εφημερίδα που περιγραφει ένας Αγγλος ανταποκριτής την τελευταία ναυμαχία και κει γράφει πως ο « Αβέρωφ » εφύτεψε του Βαρβαρόσα παρά μία τεσσαράκοντα και όταν έμαπινε στα Δαρδανέλια έβγανε, λέει, τεράστιους μαύρους καπνούς δηλ. υποθέτουν ότι εγίνηκε κόσκινο.
-Για ραμπή, για ραμπή – στη πίστη σου αλήθεια το λές τουτονά;
-Ναι στη πίστη μου δεν σου παραλάσω λέξη απ΄ότι εδιάβασα στην εφημερίδα. Μα δεν μου λέτε στο Θεό σας τι κάθεσθε και δεν παραδίδεστε; Εχετε δηλαδή ελπίδα πως θα μας πάτε πίσω;
-Που το ξερεις;
-Που το ξέρω; Όσο που θάναι ένας στρατιώτης μας δεν θα το κουνήση αν δεν πάρωμε το Μπιζάνι. Επειτα δα  ξέρετε πως ακόμα δεν έγινε και καμμιά σπουδαία επιχείρησις για το Μπιζάνι για να μας γνωρίσετε καλύτερα.
- Εχετε πολλάς απωλείας;
-Ελαχίστας , άλλωστε τε έχουμε τόσο καλά προχώματα!
Εν τω μεταξύ ο αξιωματικός που παρέλαβε το έγγραφον έκανε μακράν τηλεφωνικήν συννενόησιν με τα Γιάννενα .
            Οι λοιποί αξιωματικοί εις το πρόσωπον των οποίων ήτο ζωγραφισμένος ο κάματος τον οποίον έκρυπτον βέβαια κάτω από μίαν επίπλαστον στρατιωτικήν αξιοπρέπειαν εξηκολούθησαν συνομιλούντες μετά του λοχίου, μανθάνοντες παρ΄ αυτού τώρα μόνον ( αρχάς Φεβρουαρίου ) την κατάληψιν Θεσσαλονίκης , του Μοναστηρίου υπό των Σέρβων, της Πρεβέζης γιατί ο Εσσάτ φαίνεται ότι τους εκράτει εκεί εις το Μπιζάνι ξένους πάσης ειδήσεως και μάλιστα ειδήσεως η οποία θα ημπορούσε να κλονίση το ηθικόν εκείνων που εν πάση περιπτώσει ώφειλον να θυσιασθούν αμυνόμενοι.
            Σε λίγο παρεδόθη εις τον λοχίαν απόδειξις παραλαβής του εγγράφου και αφού απεχαιρέτησεν ετυφλώθη πάλιν από τον ίδιον « τσαούχην » και ωδηγήθει δι ελιγμών εκεί όπου τον περιέμενον ο σαλπιγκτής και οι δύο στρατιώται.
            Ολος ο στρατός μας κατείχετο υπό προφανούς ανυπομονησίας – υπέθετον όλοι – και η υπόθεσις των ως εμάθομεν εκ των υστέρων ήτο αληθής – ότι το έγγραφον εκείνο του Στρατηγείου θα υπεδείκνυε στον Εσσάτ το ανωφελές της επί πλέον αντιστάσεως και θα τον εκάλει να παραδοθή.
            Ο λοχίας έφθασε τώρα επιστρέφων εις τας προφυλακάς του Λόχου του.Εκεί τον επερίμενεν ο φαλαγγάρχης του δεξιού ο γενναίος Ιωάννου ο οποίος παρέλαβε την απόδειξιν και όταν ήκουσε την διήγησιν του λοχίου του έσφιξε θερμά το χέρι.
- Μπράβο, παιδί μου, σε συγχαίρω.
50 χιλιάδες ψυχές επερίμεναν ανυπόμονα την  απάντησιν η οποία ή θα έθετε τέρμα στην ξεθεωτικήν αυτήν πολιορκίαν και θα μας έδινε τα Γιάννενα άνευ επιθέσεως , ή θα έπειθε το Στρατηγείον να διατάξη επίθεσιν.
            Σε κάμποση ώρα επληροφορούμεθα ότι η απάντησις είχε πάει στην Κανέτα.
Τι να έλεγεν άρα γε;
Την απορίαν αυτήν έλυσε πολύ σύντομα μια ομοβροντία της βαρείας μοίρας μας η οποία κατά την έκφρασιν των αστειολογούντων « υπέγραφε την ειρήνην ».
            Το πυρ εγενικεύθη πάλι εις τας γραμμάς και την πρώτην ησυχίαν διεδέχετο πάλιν η τρικυμία της πολιορκίας.


1 σχόλιο: